Ζητούνται 500.000 Ευρωπαίοι αναλυτές δεδομένων

Σχόλιο

Μια νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναδεικνύει ένα μεγάλο κενό στην ευρωπαϊκή (και την παγκόσμια) οικονομία: Η αγορά ψάχνει εκατοντάδες χιλιάδες καταρτισμένους αναλυτές δεδομένων και δεν βρίσκει.

Του Ηλία Νικολαΐδη

Ακόμη και πριν το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης ανατρέψει τις οικονομικές προβλέψεις οπουδήποτε στον κόσμο, οι κλάδοι δραστηριότητας με αξιοσημείωτες προοπτικές δεν ήταν πολλοί. Επομένως, στη νέα εποχή, καθώς οι περισσότεροι δείκτες αναθεωρούνται προς τα κάτω, οι τομείς εκείνοι που προβλέπεται να γνωρίσουν σοβαρή ανάπτυξη αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Ένας από αυτούς είναι η αγορά δεδομένων, η οποία, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση που ετοίμασαν η IDC και το Lisbon Council για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο, ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, πρόκειται να αναπτυχθεί σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της μελέτης, που χαρτογραφεί σχολαστικά την αγορά δεδομένων1 στην Ευρώπη των 27+1 (περιλαμβάνει και το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού αφορά κυρίως το 2019) είναι ο υπολογισμός του “κενού δεξιοτήτων”, δηλαδή του κενού μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς εργαζομένων2 στην επεξεργασία δεδομένων. Το 2019, το κενό αυτό υπολογίστηκε σε 459.000 απλήρωτες θέσεις εργασίας (οι 399.000 στην ΕΕ-27). Η ίδια έκθεση υπολογίζει το ίδιο κενό σε 496.000 (και 341.000 αντίστοιχα) απλήρωτες θέσεις εργασίας για το 2020. Φαίνεται ότι η αγορά ζητάει περίπου μισό εκατομμύριο επαγγελματίες, αλλά αυτοί απλώς δεν υπάρχουν.

Το κενό δεν είναι μόνο σημαντικό αλλά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της έκθεσης, αναμένεται να διευρυνθεί και να φτάσει τις 866.000 θέσεις εργασίας το 2025, σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Η ίδια έκθεση δίνει και δύο εναλλακτικά σενάρια, ένα αισιόδοξο και ένα απαισιόδοξο3, με το κενό των θέσεων εργασίας να φτάνει στις 1.138.000 και 484.000 θέσεις για την ΕΕ-27 αντιστοίχως. Μάλιστα, αυτό το κενό έχει προκύψει λαμβάνοντας υπόψη μια πολύ σημαντική αναμενόμενη αύξηση των επαγγελματιών της αγοράς δεδομένων από 6 εκατομμύρια σε 9,3, καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο από 149.000 σε 173.000.

Πέρα από τους εργαζόμενους που θα είναι περιζήτητοι, φαίνεται ότι και η αξία της αγοράς των δεδομένων θα αυξηθεί κατά περισσότερο από 45%, από τα 58 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 σε 83 δισεκατομμύρια το 2025. Ταυτόχρονα, η αξία ολόκληρης της οικονομίας των δεδομένων4 θα φτάσει από 325 σε 550 δισεκατομμύρια.

Ακόμα, η μελέτη αντλεί στοιχεία από την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων datalandscape.eu προκειμένου να κάνει μια εκτίμηση για τη γεωγραφική κατανομή των πιο σημαντικών τέτοιων επιχειρήσεων το 2019: το 25,3% βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο (που όμως αποχωρεί από την Ε.Ε.), το 12% στην Ισπανία, το 8,8% στη Γαλλία, το 8,7% στη Γερμανία, το 4,7% στην Ολλανδία και το 3,9% στην Ιταλία.

Η μελέτη, μάλιστα, αναφέρει και τρεις περιπτώσεις επιχειρήσεων, προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία τους. Μια από αυτές, ίσως η πιο χαρακτηριστική, είναι εκείνη της ιταλικής e-Geos, η οποία συλλέγει γεωγραφικές πληροφορίες. Μεταξύ άλλων, η e-Geos έχει δημιουργήσει έναν αλγόριθμο machine learning προκειμένου να μπορεί προβλέψει την παραγωγή σόγιας και καλαμποκιού των αγροτών στις ΗΠΑ, αξιοποιώντας ανεπεξέργαστα ελεύθερα δεδομένα από δορυφόρους. Η εταιρεία αυτή δημιούργησε αυτό τον αρκετά ακριβή αλγόριθμό για λογαριασμό μιας αμερικανικής επενδυτικής επιχείρησης που χρειάζεται τέτοιες προβλέψεις προκειμένου να προσαρμόσει τις συναλλαγές και τις επενδύσεις της στον κλάδο των τροφίμων. “Η πιθανή παροχή ανοιχτής πρόσβασης σε τέτοιου είδους δεδομένα για τους ίδιους τους αγρότες σε έναν κοινό χώρο χρειάζεται ένα πλαίσιο διακυβέρνησης, όπου θα καλύπτει το κόστος μιας τέτοιας επεξεργασίας”, γράφει η έρευνα.

Ασφαλώς, η αγορά των δεδομένων δεν προσφέρει μόνο ευκαιρίες, αλλά παρουσιάζει επιπλέον σοβαρές προκλήσεις, με πρώτη και πιο σημαντική την εισαγωγή του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για τη χρήση των δεδομένων από την αγορά. Περιπτώσεις όπως το πρόσφατο σκάνδαλο της Cambridge Analytica έχουν δείξει ότι η αγορά των δεδομένων εκτός από ευκαιρίες για απασχόληση και ευημερία προσφέρει κίνητρα για αθέμιτη χρήση των ίδιων δεδομένων.

Φαίνεται ότι πολλές χώρες, πέρα από το γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο επιχειρούν να ρυθμίσουν την αγορά των δεδομένων, αλλά και να παράσχουν όσο το δυνατόν καλύτερα, και ασφαλή, διοικητικά δεδομένα στις επιχειρήσεις ή στο ίδιο το κράτος, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να τα επεξεργαστούν και να τα αξιοποιήσουν. Η ίδια μελέτη αναφέρει κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα, κυρίως σχετικά με τα δεδομένα υγείας που η αξία τους φάνηκε ιδιαίτερα καθαρά μέσα στο ξέσπασμα της πανδημίας.

Η Φινλανδία έχει ιδρύσει μια αρχή αδειοδότησης η οποία επιβλέπει τη δευτερογενή χρήση των δεδομένων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας από τις επιχειρήσεις της αγοράς. Στη Γαλλία, το 2018 εγκαινιάστηκε μια εθνική πλατφόρμα για τη διαχείριση των δεδομένων υγείας από τον ίδιο τον πρόεδρο Μακρόν, προκειμένου να ενισχυθεί η χρήση των δεδομένων υγείας από το ίδιο το σύστημα υγείας. Μια αντίστοιχη προσπάθεια έγινε και στην Πορτογαλία όπου το 2019 το υπουργείο υγείας δημοσίευσε “έγγραφο στρατηγικής” για τη χρήση των δεδομένων προς όφελος της δημόσιας υγείας. Τέλος, το 2019 η περιφέρεια της Λομβαρδίας στην Ιταλία συγχώνευσε την περιφερειακή υπηρεσία προμηθειών με την περιφερειακή υπηρεσία πληροφορικής σε μια εταιρεία με την ονομασία “ARIA” που, μεταξύ άλλων έχει ως σκοπό να αξιοποιήσει τα δεδομένα υγείας της περιφέρειας.

Σε έναν κόσμο όπου η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και οι προβλέψεις απαισιόδοξες, είναι αρκετά σπάνιο να υπάρχουν αγορές η μελλοντική άνοδος των οποίων να αμφισβητείται ελάχιστα. Επομένως, η ανάγκη για προσαρμογή των κρατών, των αρχών και των ίδιων των επιχειρήσεων που θέλουν να επιβιώσουν σε αυτή την πραγματικότητα είναι πλέον ξεκάθαρη.

Πηγή: διαΝΕΟσις

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post