του Γιάννη Γαβρίλη
Σε ένα προάστιο του Νιού Τζέρσεϊ. Φθινόπωρο. Σε ένα από τα σπίτια του προαστίου συγκατοικούν η Μάρτζορι με τις φίλες της Τέρρυ και Πατρίτσια. Η Μάρτζορι είναι μόνη στο σπίτι. Αρχίζει να ποτίσει τις γλάστρες, με ανοιχτή την εξώπορτα, όταν ένας νέος άντρας μπαίνει απρόσκλητος στο σπίτι ισχυριζόμενος πως αναζητά τον φίλο του Τζάκ.
Η Μαρτζορι τον υποψιάζεται και του ζητάει να φύγει. Εκείνος της επιτίθεται με σκοπό να την βιάσει. Εκείνη αντιστέκεται και από εδώ και πέρα η όλη πλοκή του έργου παίρνει μια άλλη τροπή. Αντιστρέφονται και οι ρόλοι. Η παρ’ όλίγον θύμα βιασμού, αφού καταφέρει να του ξεφύγει, θα μεταμορφωθεί σε βίαια επιτιθέμενη κατά του Ραούλ, του επίδοξου βιαστή της, θα τον εξουδετερώσει, θα τον δέσει, θα αρχίσει να τον κακοποιεί, επιδιώκοντας την πλήρη εξουδετέρωση του. Υπό το βάρος της ψυχολογικής της έξαψης, του θυμού της, της απόφασης της να γίνει εκείνη η αποδίδουσα την καταδίκη του, για την μη επιτευχθείσα τελικά πράξη του, θα χρησιμοποιήσει ακραίες τακτικές βασανισμού, θα τον φέρει σε σημείο να εκλιπαρεί για την ζωή του. Όταν, επιστέφουν η Τέρρυ και η Πατρίτσια αντικρίζουν μια εξαγριωμένη Μάρτζορι, προσπαθούν να την συνεφέρουν και να την πείσουν ή να ακολουθήσει την νόμιμη οδό, καλώντας κατ’ αρχήν την αστυνομία, ή να ελευθερώσει τον Ραούλ, να τον αφήσει να φύγει και να ξεχαστεί το γεγονός της απόπειρας βιασμού. Προσπαθούν να την πείσουν να δει πιο λογικά και με σύνεση την κατάσταση και να μην γίνει αυτόκλητη θύτης.
Ο Γουίλιαμ Μαστροσιμόνε έγραψε αυτό του το έργο το 1978 μετά από μια συζήτηση που είχε με μια γυναίκα, θύμα βιασμού. Μετά από πολλές και έντονες αντιδράσεις για το πως παρουσιάζεται το θέμα του βιασμού στο έργο του και ο τρόπος που χειρίστηκε ο συγγραφέας τις αντιδράσεις κυρίως της ηρωίδας του, της Μάρτζορι, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν γυναίκες που θα ευρίσκοντο ίσως στην ίδια θέση, κατάφερε το έργο να ανέβει το 1980 στο το Rutgers Theater, σε δυο θεατρικά Φεστιβάλ (1981) και εν συνεχεία στο Μποντγουέι το 1982 σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Άλλαν Άκερμαν με την Σούζαν Σαράντον και τον Τζέιμς Ρούσο. Έγινε κινηματογραφική ταινία το 1986, σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Γιάνκ με την Φάρα Φόσετ ως Μάρτζορι και (πάλι) τον Τζέιμς Ρούσο ως Ραούλ.
Στην Ελλάδα ανέβηκε στο Θέατρο επίσης το 1986 στο Θέατρο ”Λαμπέτη” σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν με τους Κάτια Δανδουλάκη, Αντρέα Μπάρκουλη, Κατερίνα Μαραγκού και Αντιγόνη Γρηγοριάδου. Έκτοτε παρουσιάστηκε σε Αθηναϊκές θεατρικές σκηνές άλλες δυο φορές (αν δεν με απατά η μνήμη μου), αλλά και στην Κύπρο από το Θέατρο Versus της Λεμεσού.
Οι ”Ακρότητες” έχουν επανέλθει και παριστάνονται στο Θέατρο ”Κάτω από την Γέφυρα” αυτή την θεατρική περίοδο.
Και είδαμε την παράσταση δυο φορές.
Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί μας προκάλεσε ο τρόπος ανεβάσματός τους και μάλιστα στον ”Πίσω (μικρό) χώρο” του ”Κάτω από την Γέφυρα”. Γιατί γνωρίζοντας το έργο και με γνώση των προηγηθησών παλαιότερα παραστάσεων τους, θελήσαμε να κατανοήσουμε απόλυτα την επιθυμία του σκηνοθέτη και δημιουργού του Θεάτρου Νίκου Δαφνή, να τις επιλέξει και να τις ανεβάσει και πάλι.
Υπόθεση κάνω. Όχι, σώνει και καλά γιατί υπάρχει στις μέρες μας (ευτυχώς) το κίνημα #ME TOO.
Όχι απαραίτητα γιατί, επιτέλους, στόματα ανοίγουν, καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμού γίνονται, και ακολουθούν πολλές υποθέσεις την δικαστική οδό με αποτέλεσμα την καταδίκη.
Αυτό που εισπράξαμε μας κατέπληξε. Γιατί ο κ. Δαφνής διείσδυσε και παρουσίασε την πραγματική υπόσταση του έργου. Αυτή που ο Μαστροσιμόνε, θεωρώ, θέλησε να δώσει σε αυτό του το θεατρικό έργο. Την βαναυσότητα της ανθρώπινης ύπαρξής μας. Την αυτοκαταστροφική φύση μας, την ανελέητη επιθυμία μας, κάτω από ορισμένες ακραίες συνθήκες προς την βαναυσότητα, απεμπολώντας την αυτοσυγκράτηση, την λογική, την έννοια της δίκαιης απόδοσης στις άνομες πράξεις μας.
Η παράσταση που είδαμε ( και επαναλαμβάνω στον μικρό πίσω χώρο του ”Κάτω από την Γέφυρα, έχει σημασία αυτό) και η σκηνοθετική της ματιά, μας προσέφεραν , πέραν από την θέαση της, την υπαρκτή σχέση του Θεάτρου με την Ζωή μας. Με αυτό που αρνούμεθα να αποδεχτούμε, την ροπή μας να ”κλείνουμε τα μάτια”, να αυτοδιοριζόμαστε δικαστές και να επιβάλλουμε και την ποινή.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε ανέδειξε με σαφήνεια, ειλικρίνεια και (ασφαλώς) με άκρα βιαιότητα και βωμολοχώντας την σαθρή πλευρά μας, εκείνη που ξεπερνά και το πιο άγριο ζώο. Ζώα όντα και εμείς, αλλά με ανεπτυγμένη νόηση από τα άλλα, καταλήγουμε να ξεπερνάμε τα όρια της αυτοσυντήρησης που στα άλλα έμβια όντα είναι το ένστικτο της επιβίωσης, να αλληλοεξοντωνόμεθα και να προκαλούμε με τον χειρότερο τρόπο, την άρση της ενσυναίσθησης.
Και καλά, ίσως, αναρωτηθείτε. Μπορούν όλα αυτά να προβληθούν σε μια θεατρική παράσταση;
Θα απαντήσω Ναι. Να που γίνεται. Εξάλλου ΚΑΙ αυτόν τον σκοπό έχει το Θέατρο. Γιατί σε αυτή η παράσταση του Θεάτρου ”Κάτω από την Γέφυρά”, οι συντελεστές της έχουν μελετήσει σε βάθος το έργο που παρουσιάζουν, έχουν εμβαθύνει στον ψυχισμό και την περιρρέουσα ατμόσφαιρά του, έχουν βρει τις ρωγμές και τις αντιθέσεις του, έχουν εισέλθει στην ουσιαστική ύπαρξη του ”υποδύομαι”, όχι απλώς ”παριστάνω”.
Ο Νίκος Δαφνής, το γνωρίζω καλά, έψαξε και ψάχτηκε πολύ πριν καταλήξει να ανεβάσει τις ”Ακρότητες”. Είχε, βλέπετε, να αντιπαρατεθεί με τις προηγούμενες στην χώρα μας αλλά και παγκοσμίως, παραστάσεις που δημιούργησαν ποικίλα σχόλια, μιας και το έργο, όπου παίχτηκε δεν άφησε αδιάφορους κριτικούς και, κυρίως, το κοινό. Ο Νίκος Δαφνής δεν ήθελε να κάνει άλλη μια παράσταση του έργου του Μαστροσιμόνε. Δεν θα είχε και νόημα, εξάλλου. Ως εκ τούτου, και η απόφαση να ανέβει στον πίσω μικρό(αλλά τόσο ενεργειακό) χώρο του θεάτρου, ώστε οι θεατές να γίνουν και πρακτικά μέρος της παράστασης, ήταν συνειδητή, και ο τρόπος που τοποθέτησε τον εαυτό του απέναντι στο έργο (επεξεργαζόμενος και το κείμενο σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) και στην απροκάλυπτη προβολή της βιαιότητας , καθώς και στην χρονοβόρα διαδικασία επιλογής των ηθοποιών.
Έτσι λοιπόν..
Ο Θοδωρής Αντωνιάδης αποκαλύπτει ερμηνευτικά έναν Ραούλ, με την εμπειρία που έχει αποκτήσει τόσα χρόνια στο Θέατρο, που θα έλεγα πως ξεπερνά και τον ίδιο τον ήρωα που έγραψε ο συγγραφέας. Δημιουργεί έναν χαρακτήρα, από την μια τόσο καθημερινό σαν αυτόν της διπλανής μας πόρτας, που όμως (και εδώ βρίσκεται η ερμηνευτική δυσκολία)πρέπει να πείσει το κοινό πως αυτόν που αρχικά βλέπει είναι αυτός που δεν είναι. Ο κ. Αντωνιάδης ενδύθηκε τον Ραούλ, τον χειριστικό, τον γοητευτικό, τον πειστικό, αλλά πάνω απ’ όλα απογειώνει ερμηνευτικά τον ρόλο στις σκηνές του βασανισμού του, ενώ είναι τόσο απολαυστικός (προς Θεού..ερμηνευτικά πάντα) στις απαραίτητες εκτονωτικές ατάκες του υποδόριου, τόσο πικρού όμως, χιούμορ, που έχει εντάξει στο κείμενο του ο Μαστροσιμόνε.
Η Ελεονώρα Αντωνιάδου είναι η Μάρτζορι. Και είναι γιατί το ”έχει”. Έχει από φυσικού της μια σκληράδα στις εκφράσεις της και έναν σωματότυπο που της επιτρέπει να διαχειριστεί και να πείσει σε αυτόν τον ρόλο. Της γυναίκας που είναι ικανή να αντιδράσει, να γίνει πάνω απ’ όλα ψυχρός εκτελεστής, συνειδητά βασανιστής, να ξεπεράσει τα στερεότυπα, ακόμη και να συνευρεθεί ερωτικά με άντρες εκτός σχέσης. Που δεν έχει αναστολές να χειραγωγήσει (και αυτή) τις συγκατοίκους της , να επιβάλει πιεστικά το κατά την γνώμη της δίκιο της, να φτάσει ακόμη και στον φόνο του δυνάμει βιαστή της. Η κ. Αντωνιάδου έχει δώσει ικανά δείγματα της ερμηνευτικής της επάρκειας και παλαιότερα, εδώ όμως ως Μάρτζορι, σε αυτόν τον δύσκολο ρόλο, θεωρώ ότι βρήκε τον υποκριτικό ρυθμό, σωστά και επάξια τόσο στις εναλλαγές συναισθημάτων, όσο και στην δυναμική υπόκριση πράξεων αντίρροπων, ώστε να μην φανούν ”στημένες”. Όπου η ηθοποιός καλείται να υπερβεί ακόμη και την δική της όποια υποκριτική τεχνική. Και η Ελεονώρα Αντωνιάδου αυτό κάνει.
Ποσό σωστά και πόσο πειστικά η Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου ερμηνεύει την Πατρίτσια! Με πόση ένταση στις εναλλαγές συναισθημάτων διαχειρίστηκε τις σιωπές της ( όταν δεν είχε λόγια ή διάλογο, εννοώ) με μόνο υποκριτικό μέσον, τις εκφράσεις του προσώπου της. Δυναμική ερμηνεία σε έναν ρόλο που ισορροπεί ανάμεσα στην έκδηλη άποψη της Πατρίτσια να ακολουθηθεί ο έννομος δρόμος και στην προσπάθειά της να αποτρέψει την Μάρτζορι από την απονενοημένη στάση της απέναντι στον παρ’ ολίγον βιαστή της. Η Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου χτίζει έναν ρόλο με συναίσθηση και επιβλητικότητα, δημιουργεί επί σκηνής την Πατρίτσια ακολουθώντας την ιδιότητα και την γνώμη, του ηθοποιού (που σαφώς είναι απαραίτητη) για τον χαρακτήρα που καλείτε να ερμηνεύσει, μεν, αλλά και την άποψη του σκηνοθέτη της. Με την ερμηνευτική αισθητική της, να της επιτρέπει να κινηθεί μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια, να μην γίνεται ούτε γραφική, ούτε υπερβολική, ούτε ιδιαιτέρως ”arrogant” (κάτι που ως παγίδα υπάρχει σε αυτόν τον ρόλο), όπως είναι και ντυμένη με αυτό το εξαιρετικό ριγέ γκρίζο κοστούμι που παραπέμπει σε διευθυντικό στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας.
Η Σοφία Αγγελικοπούλου υποδύεται την Τέρρυ. Η νέα αυτή ηθοποιός μας εξέπληξε ευχάριστα με την υποκριτική της υπόσταση. Αν και πρωτόλεια στον χώρο φαίνεται ότι έχει θεατρικό ένστικτο, έχει την ικανότητα να επεξεργάζεται τον ρόλο που της προσφέρεται να ερμηνεύσει, να τον ενσωματώνει στην δική της υποκριτική ύπαρξη. Και να ερμηνεύσει την Τέρρυ, δεν νομίζω ότι ήταν και κάτι το εύκολο. Μιας και εδώ ο Μαστροσιμόνε αποκαλύπτει την άλλη σκοτεινή ιδιοσυγκρασία της βιασμένης γυναίκας. Αυτής που τον βιασμό της τον έχει καταβαραθρώσει στα βάθη της ψυχής και του μυαλού της, αποφεύγει να τον σκέφτεται, πόσο μάλλον να τον συζητάει, όμως να, που τώρα κάτω από αυτές τις συνθήκες τον αποκαλύπτει. Τον εξομολογείται. Αυτή η απλοϊκή κοπέλα, που ζητάει από την Μάρτζορι να αφήσει τον Ραούλ να φύγει και να τα ξεχάσουν όλα. Γιατί ο εύθραυστος χαρακτήρας της δεν της επιτρέπει να αντιπαρατεθεί στα υπαρκτά γεγονότα με σθένος. Ακόμη και όταν ανακαλύπτει πως η Μάρτζορι την έχει ”πέσει” στον σύντροφο της, η αντίδραση της σχετικά χλιαρή είναι, παρά εκρηκτική. Η Σοφία Αγγελικοπούλου αποκαλύπτει ερμηνευτικά όλη την δομή του χαρακτήρα της Τέρρυ με αξιοπρόσεκτη θεατρικότητα.
Ιδιαίτερα σημαντικό ”ρόλο” έπαιξε στην παράσταση και το σκηνικό (και η ζωγραφική του) της Ελένης Σουμή (κατασκευή σκηνικού: Διονύσης Κατερέλος) που η αληθοφάνεια του μας επιβλήθηκε. Μια ακόμη επιτυχία της παράστασης, λαμβάνοντας υπόψη πως οι θεατές βρίσκονται σχεδόν μέσα σε αυτό καθώς οι ηθοποιοί κινούνται δίπλα τους.
Εξαιρετική η μουσική επιμέλεια που βρίσκουμε και εδώ την Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου.
Υποβλητικός ο σχεδιασμός των φωτισμών του Αλέξανδρου Πολιτάκη..
Κυρίαρχη θέση και η επιμέλεια των κοστουμιών της Ελένης Παπαδοπούλου.
Εκτός των άλλων ”δυνατών” σημείων της παράστασης υπάρχει αυτό το τέλος της, που σκέφτηκε ο Νίκος Δαφνής, που δεν μπορώ και δεν θέλω να αναφερθώ σε αυτό μη τυχόν και το προδώσω και χάσει την σημαντική ευαισθησία του και το νόημά του. Ένα μόνο θα γράψω. Μπορεί να υπάρξει αναγέννηση; Μπορεί ο άνθρωπος να επιστρέψει στην εμβρυακή του, προ γέννησης, στάση του ή έστω να την μιμηθεί, μήπως και βρει τον καλό του εαυτό;
ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ
του Γουίλιαμ Μαστροσιμόνε
Θέατρο ”Κάτω από την Γέφυρα”
Κάτω από τη γέφυρα της Καραολή & Δημητρίου.
Δίπλα στον Ηλ. Σταθμό Ν. Φαλήρου.
πληρ.210-4816200
Τρόποι πρόσβασης: Τρένο(στάση Νέο Φάληρο),Τραμ(στάση Σεφ),ΤΑΧΙ(50 μέτρα από πιάτσα),αυτοκίνητο(μεγάλο ελεύθερο παρκινγκ έξω από την είσοδο)Ισόγειο. Εύκολη πρόσβαση για ΑΜΕΑ.Κοντά σε Νοσοκομείο METROPOLITAN,Στάδιο Καραισκάκη
Κρατήσεις: στα τηλέφωνα του θεάτρου 210 4816200 ή στο https://www.viva.gr/tickets/theater/akrotites/extremities/
Για περισσότερες πληροφορίες:
https://katoapotigefyra.gr/…/%cf%80%ce%af%cf%83%cf%89…/
#theatro_katw_apo_ti_gefyra #akrotites #mastrosimone #metoo #theatre #theatre2022_2023
Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 18.30
Συζήτηση σχετικά με post