Κριτική για τρεις παραστάσεις του Πολυχώρου VAULT

Σχόλιο

”Χαρίκλεια Καβάφη”

 ” Καραϊσκάκενα, ο θρύλος”

” Η Μάνα…Αυτουνού, Έλλη Ζάχου Ταχτση”

Του Γιάννη Γαβρίλη

Τις τελευταίες ημέρες είχα, κυριολεκτικά, τη χαρά να παρακολουθήσω τρεις θεατρικές παραστάσεις που μου προσέφεραν ικανοποίηση, ευχαρίστηση, διασκέδαση, αλλά κυρίως την απαραίτητη (θεατρικά) άψογη παρουσίαση, που πολλές φορές δεν την ακολουθούν οι συντελεστές, είτε γιατί, πιέζονται από τους παραγωγούς να ανέβει σε σύντομο χρονικό διάστημα η παράσταση, είτε δεν υπάρχει η απαιτούμενη έμπνευση ή ευρηματικότητα από μεριάς σκηνοθεσίας ή η λάθος επιλογή ηθοποιών, ή αν θέλετε, όλο το ενδιαφέρον να εστιάζεται, μετά προχειρότητας, στην εμπορική και μόνο επιτυχία.

Επί τέλους, είδα τρεις θεατρικές παραστάσεις που μετά το τέλος τους και αποχωρώντας οι θεατές τους συζητούσαν, το τι είδαν, τι κατάλαβαν, πόσο και αν τους συγκίνησαν, πόσο και αν τους κίνησε το ενδιαφέρον και πόσο αφορούσε την ενσυνείδηση τους. Αυτό, που είναι επί της ουσίας ένα από τα στοιχεία του Θεάτρου. Να μην αφήνει τους θεατές του, αδιάφορους.

Στον Πολυχώρο VAULT έχουν ανέβει τρεις παραστάσεις, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, που θα συνεχιστούν και τον Μάιο, στα πλαίσια της θεατρικής παραγωγής ”Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ”. Ένα θεατρικό, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε Φεστιβάλ Μονολόγων, που εγκαινιάστηκε το 2017 ,από μια ιδέα που είχε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του VAULT, Δημήτρης Καρατζιάς. Να μεταφέρει στην θεατρική σκηνή, τη ζωή και τους χαρακτήρες μητέρων σημαντικών Ελλήνων ανδρών. Περιελάμβανε πέντε πρωτότυπα έργα («Ο Γιος Μου Νικόλαος Μάντζαρος», «Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, η Διάφανη», «Βασιλική Τριανταφύλλου: Αχ! Γιάννη μ’», «Νικολέτα Νομικού – Συγγρού: Ο Ανδρέας Μου» και «Ολυμπιάδα ή Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;». Πέντε μάνες (Ρεγγίνα Μάντζαρου, Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, Βασιλική Τριανταφύλλου, Νικολέτα Νομικού Συγγρού και Ολυμπιάδα), που μιλούσαν για τους γιούς τους (Νικόλαο Μάντζαρο, Διονύσιο Σολωμό, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ανδρέα Συγγρό και Μέγα Αλέξανδρο).

Στην φετινή θεατρική περίοδο του VAULT, επανέρχεται το μονοθεματικό αυτό Φεστιβάλ σε μορφή μονολόγων. Με τρία νέα έργα, που με την θεματική τους, το τρόπο που οι συγγραφείς τους, οι σκηνοθέτες και οι ερμηνεύτριες τους, τα προσέγγισαν, τα απέδωσαν,  κάθε άλλο παρά αδιάφορο σε αφήνουν. Και όταν το ενδιαφέρον των συντελεστών,  στο σύνολο τους εστιάζεται στο  να παρουσιάσουν παραστάσεις που θα απευθύνονται στο κοινό, θα μετατρέπουν την παθητική θέαση, σε ενεργή, σε συμμετοχική. Καθώς  οι μικρές, αλλά ενεργειακές σκηνές του VAULT, προσφέρονται για κάτι τέτοιο, καθώς, ο ηθοποιός ερμηνεύει δίπλα, κοντά (ίσως και μαζί;) με τον θεατή του.

Οι τρεις παραστάσεις.

”Χαρίκλεια Καβάφη”

Σε κείμενο και σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, με την Ασπασία Κράλλη να.. ζωντανεύει την μητέρα του Κωνσταντίνου Καβάφη.

Όλα να ζωντανεύουν στην επάνω μικρή σκηνή του VAULT . Η σκηνή να μετατρέπεται σε χώρο, τόπο, γεγονότα, εξομολογήσεις, συναισθήματα, αντιστροφές και επιστροφές μέσω της θύμησης, της αναπόλησης. Με ένα θεατρικό κείμενο σε γλώσσα κατανοητή, απλή, καθημερινή. Με φανερή την έρευνα που προηγήθηκε για να μεταφερθεί στο Θέατρο και την απαιτούμενη μυθοπλασία να παρουσιάζεται σαν αληθινή. Τα λόγια που με αυτά περιγράφει η Χαρίκλεια Καβάφη, τη ζωή της, τη σχέση της με τον άντρα της, τον Πέτρο Καβάφη, με τους γονείς της, την πεθερά της, τα παιδιά της, τους εναλλασσόμενους τόπους διαμονής της, την ευμάρεια και την φτωχική κάποια περίοδο διαβίωση της, την ικανότητα της στην μαγειρική (κάτι που βρήκα ιδιαιτέρως ευρηματικό, να μας περιγράφει τις συνταγές της και να μας επισημαίνει να μη τις ξεχάσουμε. O Κοραής Δαμάτης αναφέρει πως έφτασε στα χέρια του ένα τετραδιάκι με μαύρο εξώφυλλο, με συνταγές γραμμένες από εκείνη).  Στις αναφορές της για την ζωή της εντάσσει και αραιές, είναι η αλήθεια (ίσως εδώ να υπάρχει μια αδυναμία του κειμένου, ίσως θα έπρεπε να είναι πιο πυκνές), την αδυναμία της, στον Κωνσταντίνο, το αδύνατο σαν κλαράκι  γιο της, την έννοια της, και τις αγωνίες της καθώς αυτός μεγαλώνει, αλλάζει, καθώς κατευθύνεται προς την διαφορετικότητα στον σεξουαλικό  του προσανατολισμό, με την ποιητική του ιδιοσυγκρασία να τον καθορίζει.

Η, κατά τον Κοραή Δαμάτη, Χαρίκλεια Φωτιάδη Καβάφη  κάθε άλλο παρά αφελής είναι. Θα λέγαμε πως είναι ”και πιο μπροστά από την εποχή της”, με όλη την τρυφερότητα αλλά και με μια ”έντονη προσωπικότητα” όπως μας  παρουσιάζεται επί σκηνής. Με την επιβλητική, αφοπλιστική, απευθυντική σε έντονο βαθμό ερμηνεία της εξαιρετικής και έμπειρης Ασπασίας Κράλλη!. Η αυθεντικότητα, η σημαντική απλότητα της στην ερμηνεία της, αυτή που δεν έχει στολίσματα υποκριτικά, αυτή που δεν υπερβάλει, δεν προσποιείται αλλά ποιεί τον χαρακτήρα, τον χτίσει, τον ενδυναμώνει τη μια, τον κριτικάρει την άλλη, τον θέτει έμπροσθεν ενός καθρέφτη ,άλλοτε πάλι.

Η Ασπασία Κράλλη,  δεν υποκρίνεται αλλά δημιουργεί  την  Χαρίκλεια Καβάφη.  Με κορυφαίες υποκριτικές στιγμές, όταν μιλάει στο σακάκι του ”Πέτρου της”, του άντρα της, σαν να είναι παρών, όταν καλεί τον γιό της ”τον Κωνσταντίνο της” ,όταν αναφέρεται στα δυο της παιδιά που πέθαναν σε βρεφική ηλικία, (γέννησε εννιά παιδιά), όταν την αφήγηση της ζωής της, την διακόπτει με τις συνταγές μαγειρικής της που τις έχει και σε ένα τετραδιάκι. Όλα τόσο τρυφερά, τόσο ήρεμα, τόσο αυθεντικά κυλούν σε αυτή τη παράσταση. Σε ένα σκηνικό περιβάλλον που διαμόρφωσε ο Παύλος Ιωάννου (τρεις διαφανείς καρέκλες και μια πολυθρόνα, όλα λουλουδένια όπως οι τριανταφυλλιές που αγαπούσε τόσο ο Πέτρος της), με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του ίδιου του Δαμάτη (και υποθέτω ότι η μουσική επένδυση της παράστασης, έγινε από τον ίδιο και με την φωνή του ζωντανεύει και τον Κωνσταντίνο Καβάφη).

Μια θεατρική παράσταση που στήθηκε με γνώση. Μελετημένη και ουσιαστική.

Καραϊσκάκενα, o Θρύλος”

Σε κείμενο και ερμηνεία της Σοφίας Καψούρου και σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά.

«Μ’ όποιον θέλω τον έκανα. Με τον Θεό τον έκανα»,

Μια αντισυμβατική παράσταση. Μια άκρως τολμηρή παράσταση. Όπου ακόμη και αυτή η βωμολοχία εκφέρεται για να μεταδοθεί στον θεατή, όλη η υπόσταση μιας πραγματικότητας που αποκρύπτεται ή δεν διδάσκεται.

Η Σοφία Καψούρου, τολμά και γράφει ένα θεατρικό κείμενο μετά από σοβαρή και σε βάθος μελέτη όσων τεκμηριωμένων ιστορικών αναφορών έχουν γραφτεί και για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, όσο και για την μητέρα του Ζωή Διαμάντω Διμισκή.

Που αυτήν βάζει στην θεατρική σκηνή να αφηγείται την ζωή της αλλά και την πολιτεία της. Της δίνει σάρκα και οστά, της δίνει υπόσταση και λόγο ζωντανό, (αυτόν που γνωρίζουμε και ομιλούμαι), την φέρνει εμπρός μας, σαν μια πραγματική γυναίκα που και πάθη έχει και την υπόσταση της θηλυκής της φύσης υποστηρίζει με σθένος, μια γυναίκα που σέβεται τα Θεία, αλλά δεν εξαρτάται από αυτά και εννίοτε τα χρησιμοποιεί (ίσως και με έναν έμμεσο τρόπο να τα λοιδορεί).

Η Σοφία Καψούρου που ερμηνεύει επίσης την Μάνα του Καραϊσκάκη έδωσε μια άλλη υποκριτική διάσταση στον χαρακτήρα της  Καραϊσκάκενας . Ο τρόπος που την ερμηνεύει είναι, άλλοτε επιθετικός, άλλοτε πάλι υπαινικτικός, άλλοτε πάλι ωμός και ρεαλιστικός.

Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Καρατζιά  κατατίθεται μια παράσταση που συστήνει με τον δικό της ρεαλιστικό τρόπο, μια γυναίκα, έναν άνθρωπο που ξεπέρασε τα στεγανά της κοινωνικότητας της εποχής της, μας την αποκαλύπτει μεταφορικά στο δικό μας σήμερα, μέχρι που την κάνει και φίλαθλο του Ολυμπιακού.  Και ιδού το μεγαλείο της πλήρους ανατροπής. Είναι δυνατόν η λεγόμενη ”Καλογριά” (αναφερόμενη έτσι, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν εκάρη μοναχή λόγω του εξώγαμου Γεώργιου, του Γιώργη της) να παρακολουθεί αγώνα του Ολυμπιακού με την Φενερμπαχτσε;  Να περιγράφει στιγμιότυπα από τον αγώνα και να τα συνδέει με τον δικό της αγώνα επιβίωσης μαζί με εκείνον που έκανε ο γιος της κατά την Επανάσταση του 1821; Αν ζούσε σήμερα(το ερώτημα είναι φιλοσοφικό) τι λέτε…δεν θα πήγαινε στο Φάληρο, στο γήπεδο Καραϊσκάκη; Εκεί στο Φάληρο που σκοτώθηκε ο γιός της; Ενώ παράλληλα ρέει η Ιστορία και οι αναφορές της σε αυτήν με τρόπο σαφή και τεκμηριωμένο. Μα και η αναφορά της στην συνέχεια της ζωής της, ως παραδουλεύτρα στο σπίτι του Δημ. Ίσκου που έκανε και ψυχοπαίδι του τον μικρό Γεώργιο(εξ ου και το επίθετο του. Ο Ίσκος ήταν πολύ μελαχρινός σχεδόν μαύρος..έτσι Καρα..Ίσκος).

Τίποτα δεν μένει κρυφό, όλη η αλήθεια μεταφέρεται στην σκηνή του VAULT. Που με σκηνοθετική ευρηματικότητα, ευαισθησία και αμεσότητα,  μετέτρεψε ο Δημήτρης Καρατζιάς σε χώρο ιερό μα και ανίερο, συνάμα. Στον σκηνικό χώρο που επιβάλλονται δυο μεγάλες αγιογραφίες, μια της Παναγίας βρεφοκρατούσας και του Αγίου Γεωργίου (έργα της Κικής Μαυρίδου, ως αναφορά στα δυο μοναστήρια που κατέφυγε η Ζωή Διαμάντω Διμισκή για να αποφύγει την κατακραυγή ) και κάποια καντήλια να τρεμοπαίζουν. Με την Σοφία Καψούρου να είναι η γυναίκα (εξαιρετική όσο και ισορροπημένη στην σκηνή που ερωτοτροπεί με την αγιογραφία του Αϊ Γιώργη), να είναι η Μάνα που έφερε στον κόσμο ένα εξώγαμο παιδί, γιατί έτσι το θέλησε, που αγάπησε τους άντρες, που τίμησε πρώτα τον εαυτό της, το γιό της, και με αυταπάρνηση, την ύπαρξή της. Η Σοφία Καψούρου που σκηνικά επιβάλλεται και υποκριτικά διαστέλλεται, ενδεδυμένη με ένα αυτοκρατορικό πορφυρό,  φόρεμα (σχεδιασμένο από τον Γιώργο Λιντζέρη και κατασκευή Παναγιώτας Τσομπανάκη) σε αντίθεση με το μαύρο φόντο της σκηνής του VAULT, αλλά και με σαφή υπαινιγμό στο αίμα που κατέθεσε στον αγώνα ο Καραϊσκάκης, το κόκκινο του πάθους, το άλικο της Ζωής. Και.. ασφαλώς της ομάδας που έδρα της έχει σήμερα το γήπεδο ”Γεώργιος Καραϊσκάκης”. Με την πρωτότυπη μουσική σύνθεση ως σημαντικό στοιχείο της παράστασης, του ευφάνταστου και ευρηματικού συνθέτη Μάνου Αντωνιάδη να υποκρούει με ένταση της επί σκηνής δράσης.

Με ένα ”Άντε Γειά” να κλείνει η παράσταση που η διττή του σημασία γίνεται άμεσα κατανοητή. Ένα για αποχαιρετισμό προς τους θεατές και άλλο ένα για το ”Γεία σου” (όπως λέμε όταν κάποιος είναι αντισυμβατικά  ”φευγάτος” ) προς τον εαυτό της.

Μια τολμηρή παράσταση, αλλά ιστορικά τεκμηριωμένη, από αυτές που σπάνια τολμούν οι συντελεστές της, να παρουσιάσουν, που σε κρατάει σε ένταση και με το, μέχρι το τέλος,  ενδιαφέρον να κορυφώνεται.

”Η Μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή”

Σε κείμενο Κικής Μαυρίδου, σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη και την Ράνια Σχίζα να ερμηνεύει.

Πόσο ανυπότακτα μπορεί να σταθεί ένας άνθρωπος απέναντι σε μια κοινωνία που τα στεγανά της είναι απροσπέλαστα.

Μπορεί ένας άνθρωπός να διεκδικήσει την ατομική του ελευθερία συμπεριφοράς, λόγου και πράξεων όπως και να απαιτήσει το δικαίωμα να αγαπήσει και να αγαπηθεί;

Πόσο η υποκρισία είναι ενταγμένη στις σχέσεις του ανθρώπινου γένους, πόσο επικριτικοί είμαστε απέναντι στην διαφορετικότητα ώστε να μην την θεωρούμε ”διαφθορά”.

Και αν ένα άτομο είναι διεφθαρμένο, το αναπάντητο ερώτημα είναι ”Ποιός φταίει, τι φταίει”. Και πόσο κακό κάνει και σε ποιόν;

Μια ”αλλοπρόσαλλη” συμπεριφορά διακατέχεται από την εκδίκηση, πηγάζει από αυτήν και διαχέεται προς την κοινωνία, προς το στενό οικογενειακό περιβάλλον, προς την α-νοησία ή και αδιαφορία των γεννητόρων.

Η παράσταση αυτή, που έχει ανέβει στον Πολυχώρο VAULT και είναι η τρίτη κατά σειρά, στα πλαίσια του Θεατρικού Φεστιβάλ Μονολόγων με γενικό τίτλο ”Ο Γιός μου”, ωθεί τον θεατή της προς αυτά τα ερωτήματα.

Το θεατρικό κείμενο της Κικής Μαυρίδου είναι ένα σύνθετο κείμενο, δεν είναι απλώς μια περιγραφή, μια απλή αναφορά στην μητέρα του Κώστα Ταχτσή. Η συγγραφέας ”επιτρέπει” το δικαίωμα στην Μάνα… να δικαιολογηθεί, ενώ παράλληλα αυτό κατηγορείται. Επιτρέπει μέσω της Έλλης Ζάχου Ταχτση, που την φέρνει στην θεατρική σκηνή, να δικαιολογήσει, χωρίς να δίνει άφεση αμαρτιών στις μητέρες, να αναπροσδιορίζονται, να ασκούν αυτοκριτική, να αναγνωρίζουν την άγνοιά τους και ίσως την αδιαφορία τους, έστω και κατόπιν ”εορτής”.

Η Κική Μαυρίδου μετά από ενδελεχή μελέτη και με όποια στοιχεία μπόρεσε να βρει για την ζωή της Έλλης Ταχτσή, δημιουργεί μια θεατρική παράσταση παράλληλων αντιδράσεων. Με το συναίσθημα να επικρατεί της λογικής, η ενσυνειδητότητα, το ”εδώ και τώρα” να συνδέεται με το παρελθόν, η δικαιολογία πράξεων και αντιδράσεων να γίνεται το μέσον για την συνέχεια στον υπαρξιακό κόσμο.

Με  την σκηνοθεσία του Βαγγέλη Λάσκαρη να προτείνει στις αντιδράσεις της ερμηνεύτριας, από την μια την ηρεμία αλλά και τον θύμο να εκρήγνυται. Την οργή αλλά και την λογική να διαδέχεται η μια την άλλη με ικανή ισορροπία και όχι με θεατρινίστικες εξάρσεις.

Και μια Ράνια Σχίζα να μεταβάλλεται σε Έλλη Ταχτσή. Να ερμηνεύει ιδανικά, με πειθώ, με εξαιρετική υποκριτική και όντας αμετακίνητη ντυμένη με μια απλή ρόμπα και ένα σάλι (κάθεται η ηθοποιός σε όλη την διάρκεια της παράστασης σε ένα μπαούλο, που πόσα, άραγε, κρύβονται εκεί. Καθαρά σημειολογική η ύπαρξη του-Σκηνικό- Κοστούμι του Γιώργου Λιντζέρη) να μετατρέπει και να μετατρέπεται, να κλαίει για την ζωή της, ενώ γελάει με αυτήν, να μιλάει για τον Κώστα της και να αλλάζουν οι εκφράσεις του προσώπου της, να περιγράφει έως και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το μεγάλωμα του Κώστα, σε ένα περιβάλλον ανάρμοστο, εχθρικό, να υποφέρει αλλά και να επικροτεί τον δικό της τρόπο ζωής, τον ανυπότακτο. Η Ράνια Σχίζα πραγματικά διαθλάται, επιβάλλεται, μεταβάλλεται. Ίσως είναι η καλύτερη ερμηνεία της στο Θέατρο σε έναν δύσκολο και δύστροπο ρόλο, που η ηθοποιός καλείται, εκ των πραγματικών γεγονότων, να παραστήσει την ”Μάνα…Αυτουνού”.  Του συγγραφέα του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος και θεατρικού έργου ”Το τρίτο Στεφάνι” και του Ταχτσή του παρενδετικού.

Η φωνή του Νίκου Καραθάνου σε αγγίζει ως Κώστας Ταχτσής.

Και εδώ πάλι οι ατμοσφαιρικές και καίριες μουσικές συνθέσεις του Μάνου Αντωνιάδη ακολουθούν και επιτείνουν την δράση και αντίδραση του έργου, όπως και οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούτριχα.

Παράσταση που έχει μεστό και αληθινό λόγο, ένας μονόλογος που εκτινάσσεται με την αποκαλυπτικότητα του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post