Η συνεχιζόμενη δυσπραγία της Ευρώπης έχει αναζωπυρώσει την παλιά συζήτηση γύρω από το ποια μορφή διακυβέρνησης παράγει καλύτερες οικονομικές επιδόσεις. Μήπως τα αυταρχικά καθεστώτα, με την ικανότητά τους να επιβάλουν αντιλαϊκές επιλογές, είναι πιο αποτελεσματικά στη δημιουργία ανάπτυξης; Ή μήπως η φιλελεύθερη δημοκρατία, με τους ενσωματωμένους της ελέγχους και ισορροπίες, αποδίδει μεγαλύτερη υλική ευημερία;
Είναι μία συζήτηση στην οποία τα αποδεικτικά στοιχεία μοιάζουν να έχουν ταλαντευτεί από το ένα άκρο στο άλλο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στη δεκαετία του 1980, οι οικονομικές επιδόσεις της Χιλής, υπό τη δικτατορία του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ, ή και της Σιγκαπούρης, υπό τον πιο ήπιο μα ωστόσο αυταρχικό Λι Κουάν Γιου ήταν εντυπωσιακές. Εν τω μεταξύ, οι δημοκρατικές χώρες του βιομηχανοποιημένου κόσμου αγωνίζονταν κατά της ύφεσης και στασιμότητας.
Στην Ευρώπη, αυτό οδήγησε στη δημιουργία του όρου «Ευρωσκλήρυνση». Οι δημοκρατίες, σύμφωνα με πολιτικούς επιστήμονες, ήταν ευάλωτες σε ιδιαίτερα συμφέροντα που ήθελαν τον περιορισμό της ανάπτυξης. Τα αυταρχικά καθεστώτα – τουλάχιστον εκείνα που δεν είχαν αφοσιωθεί στη λεηλασία των χωρών τους – ήταν ίσως σε καλύτερη θέση προκειμένου να εφαρμόσουν πολιτικές που διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική επιτυχία.
Η άποψη αυτή κατέρρευσε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η κατάρρευση του κομουνισμού και η παραίτηση του κεντρικού σχεδιασμού στην Ανατολική Ευρώπη οδήγησε σε μία νέα γραμμή σκέψης, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων έδειξαν έτοιμοι να αποδεχθούν κάποιες προσωρινές θυσίες αν αυτές συνδέονταν με ένα ρεαλιστικό και μη-διεφθαρμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Στη Λατινική Αμερική, αριστεροί πολιτικοί ασπάστηκαν τις αρχές της αγοράς ως τον καλύτερο τρόπο να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των εκλογέων τους, και η ανάπτυξη ξανάρχισε. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, οι δημοκρατίες έμοιαζαν να έχουν το πάνω χέρι.
Αλλά η διελκυστίνδα συνεχίζεται. Για άλλη μια φορά από την αρχή αυτού του αιώνα, η υπερτροφοδοτούμενη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας φάνηκε να αναδεικνύει τα οφέλη του αυταρχισμού. Η επιτυχία με την οποία το Κινεζικό Κομουνιστικό Κόμμα πλοηγήθηκε μέσα στις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχει προσελκύσει την προσοχή κι άλλων που θα ακολουθούσαν ευχαρίστως το παράδειγμά του. Ηγέτες όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας, ο Αμπντέλ Φατάχ ελ-Σίσι της Αιγύπτου, και ο Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, υποστηρίζουν πως το τίμημα της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης ενδέχεται μερικές φορές να είναι η αναστολή της δημοκρατίας.
Η φαινομενικά ατελείωτη κρίση του ευρώ έχει οδηγήσει ορισμένους Ευρωπαίους ηγέτες να ασπαστούν την άποψη αυτή. Στην αρχή της κρίσης, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, νυν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, φέρεται να είπε πως «Όλοι μας ξέρουμε τι να κάνουμε, απλά δεν ξέρουμε πώς να επανεκλεγούμε αφού τα κάνουμε». Τον Μάιο του 2010, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν πως δεν μπορούν να επιβάλλουν τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα μόνοι τους, και κάλεσαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όχι τόσο ως οικονομικό πόρο όσο ως πειθαρχικό μηχανισμό. Πιο πρόσφατα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πυροδότησε διαμάχη, όταν, προφανώς αντλώντας έμπνευση από την εμπειρία αυτή, είπε πως «η Γαλλία θα ήταν ευτυχής αν κάποιος μπορούσε να αναγκάσει το κοινοβούλιο» να προβεί σε μεταρρυθμίσεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα αυταρχικά συστήματα – όποιες κι αν είναι οι βραχυπρόθεσμες επιτυχίες τους στην αποφυγή ανεύθυνων πολιτικών – δεν είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη λογοδοσίας παράγει αναπόφευκτα διαφθορά και αναποτελεσματικότητα – προβλήματα με τα οποία παλεύει πλέον η Κίνα.
Η πρόκληση για τις δημοκρατίες είναι η ανάπτυξη μηχανισμών που τους επιτρέπουν να εφαρμόζουν πολιτικές οι οποίες είναι βιώσιμες μακροπρόθεσμα ενώ παράλληλα διασφαλίζουν την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία. Η συναίνεση της κοινής γνώμης υπέρ των δύσκολων μεταρρυθμίσεων στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1990 δείχνει πως οι ψηφοφόροι είναι σε θέση να κατανοήσουν και να αποδεχθούν τους συμβιβασμούς όταν δεν αντιλαμβάνονται κάποια εναλλακτική λύση. (Ομοίως, η κρίση στην Ελλάδα δείχνει πως οι ψηφοφόροι αρνούνται να κάνουν θυσίες, αν πιστεύουν πως υπάρχει άλλη διέξοδος).
Η κοινοβουλευτική συζήτηση είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να τεθούν μακροπρόθεσμες προτεραιότητες αλλά οι πολιτικοί πρέπει να διασφαλίσουν πως οι αποφάσεις που λαμβάνονται υλοποιούνται χωρίς υπερβολικές απώλειες ή οπισθοχωρήσεις. Στον απόηχο της Μεγάλης Ύφεσης, για παράδειγμα, υπήρχε εδραιωμένη η συναίνεση στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι οι υπερβολικές παρεμβάσεις του Κογκρέσου ήταν υπεύθυνες για την καταστροφική αύξηση των εμποδίων για τις εισαγωγές στα πλαίσια του δασμολογίου Smoot-Hawley. Η εμπορική πολιτική αποφασίστηκε πως ήταν καλύτερα να ανατεθεί στον πρόεδρο, καθότι πιο προφυλαγμένος από εκλογικές πιέσεις.
Ομοίως, η ευρωπαϊκή συζήτηση γύρω από τα κατάλληλα δημοσιονομικά πλαίσια θα μπορούσε να διευθετηθεί με τον πλέον κατάλληλο τρόπο μ΄ ένα δημοψήφισμα, έπειτα από δημόσια συζήτηση για μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη στρατηγική. Αλλά η εφαρμογή της απόφασης θα ήταν καλύτερα να ανατεθεί στα κράτη μέλη.
Είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε εντός μεμονωμένων κρατών μελών, η αρχή για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει με ακρίβεια και σαφήνεια να ανατεθεί σε φορείς που αντλούν τη νομιμότητά τους από τη δημοκρατική διαδικασία, και παράλληλα να προστατεύεται από τις βαθύτερες ιδιοτροπίες αυτής. Η βιώσιμη εναλλακτική λύση αντί της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων δεν είναι ο αυταρχισμός· είναι η εφαρμογή μηχανισμών που διασφαλίζουν πως η ψύχραιμη συζήτηση δεν υπονομεύεται από εν θερμώ αντιδράσεις σε μία άμεση κρίση.
Πηγή: analitis.gr
Συζήτηση σχετικά με post