Η χειραγώγηση νομισμάτων στην Ευρώπη

Σχόλιο

Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ: Transatlantic Trade and Investment Partnership), την οποία σήμερα διαπραγματεύονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα ενίσχυε, λένε οι μελέτες, την ευημερία και θα μείωνε την ανεργία σε αμφότερες τις οικονομίες, καθώς και σε άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή, η ΤΤΙΡ θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ευρώπη και τη διατλαντική κοινότητα. Αλλά υπάρχει ένα σημαντικό εμπόδιο για την κάρπωση αυτών των οφελών: το ευρώ.

Το πρόβλημα πηγάζει από τη χειραγώγηση νομισμάτων. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι ΗΠΑ έχουν de facto ανεχτεί χειραγώγηση νομισμάτων από τους μεγάλους ασιατικούς εμπορικούς εταίρους τους, οι οποίοι δημιούργησαν μεγάλα πλεονάσματα, τόσο εμπορικά όσο και τρεχουσών συναλλαγών, καταστέλλοντας την αξία των νομισμάτων τους.

Αλλά οι ΗΠΑ πιθανότατα δεν θα δεχθούν μια τέτοια συμπεριφορά εντός ζωνών ελεύθερου εμπορίου. Μάλιστα, μία διακομματική πλειοψηφία του Κογκρέσου των ΗΠΑ ήδη ζητά να συμπεριληφθούν διατάξεις που να απαγορεύουν τη χειραγώγηση νομισμάτων στην Εταιρική Σχέση Ειρηνικού (TPP: Trans-Pacific Partnership) – μία μεγα-περιφερειακή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που περιλαμβάνει 12 χώρες του Ειρηνικού.

Οι συζητήσεις σχετικά με τη χειραγώγηση νομισμάτων εστιάζουν εδώ και καιρό στην Κίνα, η οποία δεν αποτελεί μέρος της TPP, αλλά θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτήν, ή σε κάποια παρόμοια συμφωνία, μελλοντικά. Ωστόσο, η οικονομία με το μεγαλύτερο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών σήμερα δεν είναι η Κίνα· είναι η ευρωζώνη. Στην πραγματικότητα, με τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια του, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης για το 2014 ήταν κατά περίπου 50% μεγαλύτερο από ό,τι αυτό της Κίνας.

Ο λόγος είναι απλός: η νομισματική επέκταση, η οποία οδηγεί σε υποτίμηση του νομίσματος, είναι το μόνο μακροοικονομικό εργαλείο που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα κατάκοπων οικονομιών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Γαλλία. Ως αποτέλεσμα, τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες του Νότου έχουν μειωθεί ή εξαφανιστεί, ενώ τα πλεονάσματα σε χώρες όπως η Γερμανία έχουν αυξηθεί, προκαλώντας διόγκωση του συνολικού πλεονάσματος της ευρωζώνης.

Ένα άλυτο πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι ότι το ευρώ παραμένει υπερβολικά ισχυρό για τις πληγείσες από την ύφεση χώρες του Νότου και πολύ ασθενές για τη Γερμανία. Ενώ επιτρέποντάς του να ανατιμηθεί, θα βοηθούσε (η ΕΚΤ) στη μείωση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών, θα επιδείνωνε επίσης την οικονομική δυσπραγία στις χώρες του Νότου. Αυτό, με τη σειρά του, θα ενδυνάμωνε περαιτέρω τα λαϊκιστικά και αντι-ευρωπαϊκά πολιτικά κινήματα που έχουν «πατήσει» στην κοινωνική ταλαιπωρία προκειμένου να κερδίσουν τη λαϊκή υποστήριξη.

Ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν πως οι εσωτερικές ανισορροπίες της ευρωζώνης μπορούν να μειωθούν αν η Γερμανία αυξήσει τις δαπάνες υποδομών και επιτρέψει στους μισθούς να αυξηθούν ταχύτερα. Αλλά για πολλούς Γερμανούς, οι οποίοι υπέμειναν δύσκολες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση και την αγορά εργασίας κατά τα έτη 2003-2005, η εσκεμμένη προσπάθεια μείωσης ενός πολύμοχθου κέρδους ανταγωνιστικότητας δεν αποτελεί επιλογή. Το γεγονός ότι το 63% των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνουν σε χώρες εκτός της ευρωζώνης – που σημαίνει ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν με τους ομολόγους τους σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στη νομισματική ένωση – καθιστά το ζήτημα ακόμα πιο ευαίσθητο.

Άλλοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι η περαιτέρω ενοποίηση, ιδίως η πρόοδος προς τη δημοσιονομική και πολιτική ένωση, θα παρείχε στην ευρωζώνη εναλλακτικά μέσα – ειδικότερα, μεταβιβάσεις πλούτου – για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των χωρών που έχουν πληγεί από την ύφεση. Αλλά όπως έχουν μάθει κι η Ιταλία κι η Γερμανία από τις εν πολλοίς αποτυχημένες και άκρως δαπανηρές προσπάθειές τους να τονώσουν τις μη ανταγωνιστικές περιοχές, τέτοιες προσδοκίες είναι αδικαιολόγητες. Μάλιστα, παρόλο που έχουν διοχετευτεί τεράστια ποσά από τα χρήματα των φορολογουμένων – ποσά που ετησίως αντιστοιχούν στο 16% του περιφερειακού ΑΕΠ στη νότια Ιταλία και το 25% του περιφερειακού ΑΕΠ στην ανατολική Γερμανία – η ιταλική και η γερμανική οικονομία έχουν αποκομίσει ελάχιστα κέρδη.

Δεδομένου ότι η ευρωζώνη πιθανότατα δε θα ήταν σε θέση να παράσχει τόσο μεγάλες ετήσιες μεταβιβάσεις στα μη-ανταγωνιστικά μέλη της, μια τέτοια στρατηγική θα είχε ακόμα λιγότερες πιθανότητες να αποδόσει σε ευρωζωνική κλίμακα. Ομοίως, οι διαρθρωτικές πολιτικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των αναπτυξιακά υστερημένων περιφερειών μίας ζώνης ενιαίου νομίσματος έχουν επανειλημμένα αποδειχθεί αναποτελεσματικές και δαπανηρές.

Κοντολογίς, οι εσωτερικές ανισορροπίες της ευρωζώνης πιθανότατα θα συνεχιστούν – και, μαζί τους, η υποτίμηση του νομίσματός της και το υπέρογκο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της. Είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως εφ΄ όσον η ΕΚΤ δεν παρεμβαίνει άμεσα αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία σε ξένο νόμισμα, η ευρωζώνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χειραγωγός νομισμάτων. Ωστόσο, δεδομένης της σκόπιμης φύσης των δράσεων της ΕΚΤ – για να μη μιλήσουμε για την ηγετική θέση της ευρωζώνης στην παγκόσμια οικονομία – αυτό το επιχείρημα πιθανότατα δεν θα άντεχε για πολύ.

Κατά βάση, χειραγώγηση νομισμάτων είναι οποιαδήποτε εκούσια παρέμβαση οδηγεί στην υποτίμηση ενός νομίσματος και σε σημαντικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών – ακριβώς αυτό που κάνει η ΕΚΤ. Αν η ΕΚΤ διατηρήσει αυτήν την πολιτική για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα, η ένταση με τις ΗΠΑ είναι σχεδόν αναπόφευκτη – ένταση που μπορεί να παρακωλύσει την έγκριση της ΤΤΙΡ από το Κογκρέσο των ΗΠΑ ή να εμποδίσει την πρακτική εφαρμογή της συμφωνίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση ή τον τερματισμό της.

Αυτό αντιβαίνει στην επικρατούσα άποψη, η οποία υποκίνησε τη δημιουργία της ευρωζώνης, ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα ενιαίο νόμισμα για να ανταγωνιστεί τις μεγάλες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία. Στην πραγματικότητα, αν τα μέλη της ευρωζώνης διατηρούσαν (ή επανέφεραν) τα εθνικά τους νομίσματα, συνδέοντάς τα με ρυθμιζόμενες νομισματικές ισοτιμίες, θα μπορούσαν να επιλύσουν τις ανισορροπίες τους αρκετά εύκολα, χωρίς να παράγουν τόσο μεγάλο συνολικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Αντ΄ αυτού, διακινδυνεύον να πυροδοτήσουν ένα νομισματικό πόλεμο με τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις – και στην πορεία να χάσουν πολυπόθητους εμπορικούς εταίρους και συμμάχους.

Πηγή: analitis.gr

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post