Μετά από μία ύφεση διπλού πυθμένα (double dip recession) και μία παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, η ευρωζώνη βλέπει επιτέλους σημάδια ανάκαμψης. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών αυξάνεται. Οι λιανικές πωλήσεις και οι καταχωρήσεις νέων αυτοκινήτων παίρνουν τα πάνω τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη της τάξης του 1,3% φέτος, ποσοστό που δεν είναι κακό για τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αλλά θα μπορούσε να είναι πολύ κακό για την ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί έχει επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Ο πλέον προφανής λόγος είναι πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων – την ποσοτική χαλάρωση – στα τέλη Ιανουαρίου. Η προοπτική αυτή οδήγησε σε ραγδαία πτώση της ισοτιμίας του ευρώ, ενισχύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών αγαθών.
Αλλά η υποτίμηση του ευρώ είναι πολύ πρόσφατη ακόμα για να “χει κάνει τη διαφορά. Τα ιστορικά στοιχεία, για να μη μιλήσουμε για την εμπειρία της Ιαπωνίας με την πτώση του γεν, καταδεικνύουν πως χρειάζονται αρκετά τρίμηνα, ή ακόμα και έτη, προτού γίνει αισθητή η θετική επίδραση της υποτίμησης του νομίσματος στις καθαρές εξαγωγές.
Άρα μάλλον άλλοι παράγοντες δρουν. Ένας είναι ότι οι δαπάνες και η ανάπτυξη υπόκεινται πλέον σε λιγότερη πίεση από τη δημοσιονομική εξυγίανση. Το διαρθρωτικό ισοζύγιο πρωτογενούς προϋπολογισμού, προτιμώμενο μέτρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για «δημοσιονομική ώθηση», έσφιξε κατά επιπλέον 1% έως 1,5% του ΑΕΠ για κάθε έτος από το 2010 έως το 2012, και έκτοτε παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό. Τα επόμενα δύο χρόνια ουδέτερης δημοσιονομικής πολιτικής έχει λειτουργήσει θετικά για την οικονομική επίδοση.
Και, όσο λυπηρή κι αν είναι η άνιση εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δώσει στη Γαλλία περισσότερο χρόνο για να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ είναι ευπρόσδεκτη, καθώς ήρθε με φόντο μια αδύναμη οικονομία.
Ένας άλλος παράγοντας πίσω από την ανοδική πορεία είναι η ουσιαστική πρόοδος που έχουν σημειώσει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, ως προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η ρύθμιση της αγοράς εργασίας έχει χαλαρώσει, και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει μειωθεί. Κι αυτό, αναδεικνύεται ως περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.
Μία τρίτη κινητήρια δύναμη ανάκαμψης είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πλέον καλύτερα μονωμένες από την αναταραχή στην Ελλάδα. Οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες μπόρεσαν να πωλήσουν τις διακρατήσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ, η οποία ενήργησε ως αγοραστής ομολόγων έσχατης ανάγκης. Η ΕΚΤ έχει επίσης υποσχεθεί να στηρίξει τις αγορές ομολόγων άλλων χωρών, σε περίπτωση ενός ελληνικού ατυχήματος. Συνεπώς η ανάκαμψη της Ευρώπης διατρέχει μικρότερο κίνδυνο εκτροχιασμού λόγω της αστάθειας στην Αθήνα.
Τέταρτον και τελευταίο, ακόμα και οι ψόφιες γάτες αναπηδούν
Η οικονομική ανάπτυξη θεραπεύει πολλές πληγές. Ενισχύει τους ισολογισμούς των τραπεζών καθώς μειώνεται ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στενεύει ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού καθώς αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα και περιορίζονται οι κοινωνικές δαπάνες. Αυξάνοντας τον παρονομαστή του λόγου χρέους / ΑΕΠ, ενισχύει την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του χρέους. Και παράγει τα οφέλη αυτά αυτόματα, χωρίς οι εκάστοτε αξιωματούχοι να χρειάζεται να κάνουν τίποτα περισσότερο.
Δυστυχώς για την Ευρώπη, η ανάπτυξη μειώνει επίσης την αντίληψη περί του επείγοντα χαρακτήρα της δράσης, όπου αυτή απαιτείται επειγόντως – για παράδειγμα, στην Ελλάδα. Με την υπόλοιπη Ευρώπη να αναπτύσσεται, οι άλλες κυβερνήσεις, θεωρώντας πως οι ίδιες βρίσκονται σε ισχυρότερη οικονομική θέση, δεν είναι και τόσο πρόθυμες να συμβιβαστούν με την Ελλάδα. Ο καθένας καταλαβαίνει πως ο συμβιβασμός είναι προτιμότερος από την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, την άτακτη χρεοκοπία, και την αναγκαστική έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αλλά όσο πιο σίγουροι αισθάνεται η υπόλοιπη Ευρώπη για τη βιωσιμότητα της ανάκαμψής της, τόσο περισσότερο υιοθετεί μία σκληρή γραμμή – και τόσο πιο πιθανή μοιάζει μία άτακτη λύση.
Ομοίως, όσο πιο πολύ ενισχύονται οι ισολογισμοί των τραπεζών από την ανάκαμψη αυτή και τη βιώσιμη ανάπτυξη, τόσο λιγότερο επείγουσα νιώθουν οι πολιτικοί ιθύνοντες πως είναι η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως είναι οι έμμεσες εγγυήσεις που απολαμβάνουν οι κρατικές τράπεζες και τα δημοτικά ταμιευτήρια στη Γερμανία, καθώς και τα προβλήματα των οικογενειακά ελεγχόμενων τραπεζών, όπως η Banco Espirito Santo στην Πορτογαλία.
Και ακόμα και η ανάπτυξη της τάξης του 2% δεν θα καταστήσει βιώσιμα τα τριψήφια ποσοστά χρέους / ΑΕΠ της Ευρώπης. Η Ευρώπη εξακολουθεί να χρειάζεται αναδιάρθρωση χρέους, παρόλο που οι ηγέτες της ηπείρου αρνούνται να το αναγνωρίσουν. Η οικονομική ανάκαμψη τους επιτρέπει απλώς να καθυστερήσουν την αναπόφευκτη ημέρα της κρίσης.
Τέλος, υπάρχουν και οι πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις – η δημοσιονομική ένωση και η πολιτική ένωση – που πρέπει να συμπληρώσουν τη νομισματική ένωση αν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει μία παρόμοια κρίση στο μέλλον. Αν υπάρχει ένα μάθημα που μπορεί κανείς να αντλήσει από τα πρόσφατα δεινά της Ευρώπης, είναι πως η νομισματική ένωση χωρίς τη δημοσιονομική και την πολιτική ένωση δεν θα λειτουργήσει. Ωστόσο, δεδομένης της έντονης αντίθεσης στην περαιτέρω δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση, η πρόοδος, αν μέλλει να σημειωθεί, θα συνεπάγεται δύσκολες και διχαστικές διαπραγματεύσεις. Οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ανάπτυξη λοιπόν που επιτυγχάνεται χωρίς αυτά τα μέτρα θα δημιουργεί ένα κίνητρο για τη ματαίωσή τους.
Το πρόβλημα, πολύ απλά, είναι πως πολλά από τα θεμελιώδη προβλήματα εκ των οποίων προέκυψε η κρίση της ευρωζώνης παραμένουν άλυτα. Αν η Ευρώπη αναπτύσσεται σήμερα χωρίς να λαμβάνει τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους, οι αποφάσεις αυτές έχουν συνακόλουθα λιγότερες πιθανότητες να ληφθούν.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, λέγεται πως οι καλές στιγμές δεν είναι καλές στιγμές για οικονομική μεταρρύθμιση. Καλώς ήλθατε στην αναπτυσσόμενη Ευρώπη.
Πηγή: analitis.gr
Συζήτηση σχετικά με post