Συνέντευξη: Γιάννης Γαβρίλης
Πριν από την συνέντευξη
Με αφορμή το νέο πρόγραμμα του ”Ελληνικού Σχεδίου” και τον κύκλο ”Δημιουργία Ρεπερτορίου” που θα παρουσιαστεί στο ”Μικρό Παλλάς”, στις 13,( Ο Θησαυρός του Παναγιώτη Τούντα και το Νέο Ρεμπέτικο), 19 και 20 Δεκεμβρίου ( Γκρεμιστής και Αιρετικός, μέρος τρίτο του Δημήτρη Παπαδημητρίου) είχα μια απολαυστική όσο και άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση-συνέντευξη με τον ευφάνταστο αυτόν συνθέτη, που δεν ”κρύβει” τα λόγια του. Μιλάει ”έξω από τα δόντια”, είναι ειλικρινής, με άποψη και τεκμηριωμένη θέση απέναντι σε όσα τον/μας προβληματίζουν. Και δεν είναι τυχαίο (όπως θα δείτε και παρακάτω να λέει), ότι ”moto” του είναι ένα απόσπασμα από την ποίηση του Αντρέα Εμπειρίκου. «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα από αυτήν, την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους».
Γ.Γ. Στην πρώτη επικοινωνία μας για να καθορήσουμε αυτή την συνέντευξη, σε ερώτηση μου τι είναι το ”Ελληνικό Σχέδιο”, μου απάντησες ”Το Ελληνικό Σχέδιο είναι… εγώ”. Και το είπες αυτό με έναν ιδιαίτερα αυτοσαρκαστικό τρόπο και με σαφή αίσθηση του χιούμορ όπως και με καμία σοβαροφάνεια. Και αν εκτιμώ κάτι σε εσένα, εκτός όλων των άλλων είναι αυτή η μη επιτηδευμένη σοβαρότητα και όχι η σοβαροφάνεια. Να πάμε όμως στο δια ταύτα. Πότε και πως σου ήρθε η ιδέα της δημιουργίας του ”Ελληνικού σχεδίου”, τι τελικά αντιπροσωπεύει και ποιές ανάγκες ή και κενά ήρθε να καλύψει στον χώρο της Ελληνικής μουσικής παραγωγής.
Δ.Π. Είναι απλά κάτι που αποτελεί ένα κομμάτι του εαυτού μου, σαρξ εκ της σαρκός μου αλλά όμως δεν είναι μια προσπάθεια ενός, αλλά μιας αγαπημένης και πολύ δυναμικής ομάδας ανθρώπων που προσέφεραν και προσφέρουν σε αυτό έργο, ήθος και ιδέες. Εν περιλήψει είναι μια ΑΜΚΕ που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την Στέγη και παράγει πολιτιστικό έργο ελληνικού ενδιαφέροντος. Η σιωπηρά, άγνωστη και περιφρονημένη πλευρά του ελληνικού πολιτισμού είναι πάντα στο επίκεντρο. Άγνωστο και ανεξερεύνητο παρελθόν (λ.χ. Λευκάδιος Χέρν) , άγνωστο παρόν (ζώντες ποιητές και μουσικοί που υπηρετούν τον υψηλό στόχο) και μέλλον που χρήζει υποστήριξης για να υπάρξει ως τέτοιο και όχι ως μια βαρετή επανάληψη (λ.χ. Αγώνες Τραγουδιού, Σύνθεσης και Στίχου). Έχουμε επίσης, σε σημαντικά νέα πρόσωπα παραγγείλει, παρουσιάσει και κυκλοφορήσει περί τις 15 φορές έργα μουσικής σύνθεσης ή λογοτεχνήματα) . Εμπνεύσαμε, παραγγείλαμε, παρήξαμε και εκδώσαμε συμφωνικά έργα, βιβλία, παραστάσεις μυθιστορήματα, ταινίες. Οργανώσαμε Φεστιβάλ και διαγωνισμούς. Προσφέρουμε δε ιδανικές κυριολεκτικά συνθήκες δημιουργίας.
Γ.Γ. Στήριξη σε αυτή σου την προσπάθεια είχες και από ποιόν ή ποιούς.
Δ.Π. Εκτός από την Στέγη και τους ανθρώπους της, προεξαρχόντων του αδελφού μου Αντώνη Παπαδημητρίου και της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, θα έβαζα πρώτους τους συνεργάτες μου. Και πρώτη των πρώτων τη Ραλλού Βογιατζή που κυριολεκτικά υιοθέτησε το όραμα μου. Δεν το πολλαπλασίασε, απλώς, το έκανε πράξη με υπέροχο τρόπο. Από κοντά ο Κώστας Φασουλάς, ο δικηγόρος Μιχάλης Ορφανός, ιδρυτικά μέλη του Ε.Σ. Ο. και εδώ μόνιμος σύμβουλος μας Ο συνθέτης Τάσος Ρωσόπουλος. Και από εφέτος- που αποχώρησε από τα διοικητικά-οργανωτικά η Ραλλού προστίθεται μια μεγάλη μεταγραφή σε αυτούς τους τομείς, ο Βασίλης Δραμουντάνης. Όλοι με πνευματική διαύγεια και γαλήνη, αισθητική και ιδεολογία κατασταλαγμένες, έχουμε παρουσιάσει ένα έργο για το οποίο είμαστε τόσο υπερήφανοι που δεν το διαφημίζουμε. Όμως αν δεις τι έχουμε κάνει αυτά τα χρόνια θα με καταλάβεις. Ήδη γύρω μας υπάρχει μια ομάδα δημιουργών που μας πιστεύει, ενθαρρύνει και μας στηρίζει πιο πολύ από ότι εμείς αυτούς. Και βέβαια η στήριξη της γυναίκας μου Βερόνικας και του αδελφού μου Γιώργου Παπαδημητρίου.
Γ.Γ. Με προκαλεί.. και δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω. Γιατί ”Ελληνικό Σχέδιο” και όχι κάποια άλλη ονομασία.
”Το λόγιο είναι το υπερθετικό του λαϊκού. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Όμηρος, ο Καβάφης, ο Μπωντλαίρ, ο Αριστοφάνης, ο Ωντεν, ο Γιαίητς, ο Καβαλκάντι κ.λ.π. είναι απλά διαμάντια των λαών για τους λαούς. Το ίδιο ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Θεόφιλος κ.λ.π.”
Δ.Π. Μα γι αυτόν ακριβώς τον λόγο! Για να «τσιμπήσει» κάποιος σαν κι εσένα και να απορήσει.
Θαυμάσια λοιπόν! Όταν σήμερα κάποιος βάζει τη λέξη ελληνικό σε κάποιο ιδεολόγημα του γίνεται αμέσως ύποπτος για φασίζουσα πατριδοκαπηλία ή για εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη. Όταν πεις «Ελληνικό» όλοι ”κουμπώνονται”. Μη τυχόν και παρεξηγηθούμε λοιπόν, δεν μπορούμε να ασκήσουμε ούτε τη σκέψη μας επάνω στο ελληνικό διαχρονικό πολιτιστικό ιδεολόγημα από φόβο μην έρθει ο βλάξ και μας πει φασίστες. Εγώ το βάζω και δηλώνω ότι ο πρώτος που αμφισβητεί τον ελληνοκεντρικό στρουθοκαμηλισμό είμαι και πάλι εγώ.
Θέλω να θυμίζω θεμελιώδεις αξίες των Ελλήνων, όπως ο κοσμοπολιτισμός, η παραδοχή του διαφορετικού, το φιλοπερίεργον, ο προοδευτισμός, η δημοκρατική σκέψη, η αμφισβήτηση το χιούμορ και τόσα άλλα που κλονίζουν και διαρκώς θέτουν εν κινδύνω, την σύγχρονη καθοδηγούμενη βούληση. Και εάν από όλα αυτά υπάρχει κάτι που σίγουρα προέχει με τη χρήση της λέξης «Ελληνικό» είναι η ανεξάρτητη σκέψη, προσόν που απεμπόλησε (ίσως υποχρεωτικά) ο Έλληνας από την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και μετά, θυσιάζοντας την χάριν της επιβίωσης του ως νεοσύστατου και ταυτόχρονα αρχαίου έθνος. Και αυτή τη σχιζοφρένεια την πληρώνουμε φυσικά ακόμη. Η δεύτερη λέξη είναι το ”Σχέδιον”. Και πάλι από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους χρειαστήκαμε ως σανίδα σωτηρίας το παρελθόν μας: για να συγκινήσουμε, να συνενωθούμε, να υπάρξουμε. Και πλουσιοπάροχα ,το «αγαλματώδες περασμένο έπος» μας τα παρείχε. Tόσο μεθυσμένοι, ευγνώμονες και ευτυχισμένοι με την αναγνώριση μας, την ύπαρξη μας στο παρόν που, αυτοκτονικά, δεν σκεπτόμαστε ποτέ το μέλλον μας. Μας φαίνεται, τι να πω; μια πολυτέλεια. Μοιάζει σαν να έχουμε παραδεχθεί πως Ελληνικό Μέλλον δεν νοείται. Το Μέλλον του καθενός μας εξυφαίνεται ως Μέλλον ”Μη Ελληνικό”. Αλλά και στο συλλογικό επίπεδο δεν γνωρίζω κάτι για κάποιο ολοκληρωμένο ελληνικό σχέδιο που να μην γεννήθηκε και να μην έμεινε αποκλειστικά στον ποιητικό χώρο. Κάποιο πνευματικό Ελληνικό Σχέδιο που να εισχώρησε στον υγιή πολιτικό και πραγματικό σχεδιασμό κάποιας πολιτικής. Υπάρχει ο στίχος σε ένα τραγούδι μου, πάνω στο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου που θα μπορούσε να είναι το moto μας: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα από αυτήν, την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους».
Γ.Γ. Στα πλαίσια αυτού του ”Σχεδίου” τι έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα. Πέρα από τα δικά σου μουσικά έργα, που, αν το λέω σωστά αγγίζουν και τα όρια της λόγιας Μουσικής.
Δ.Π. Κάθε αληθινή τέχνη είναι λόγια. (Άρα σωστά το λες και… ευχαριστώ!) Το «λόγιο» δεν είναι το αντίθετο του λαϊκού ούτε το υπερθετικό του έντεχνου. Αυτά είναι κουλτουριάρικες θολούρες. Το λόγιο είναι το υπερθετικό του λαϊκού. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Όμηρος, ο Καβάφης, ο Μπωντλαίρ, ο Αριστοφάνης, ο Ωντεν, ο Γιαίητς, ο Καβαλκάντι κ.λ.π. είναι απλά διαμάντια των λαών για τους λαούς. Το ίδιο ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, ο Θεόφιλος κ.λ.π. Εκτός και αν στον λαό δεν αποδίδεται ποτέ ο πνευματικός πολιτισμός. Όμως λαός φτιάχνει την πιο ψηλή τέχνη και λαός την αποτιμά και την διαφυλάσσει ως σάρκα εκ της σαρκός του. Άμα ερωτηθούμε ποιους ποιητές έχει ο Ελληνικός λαός δεν θα πούμε τον Καβάφη, το Σεφέρη, τον Ελύτη η τον Σικελιανό επειδή είναι «λόγιοι»;
Ο Λαός, τέλος, τα πληρώνει για να συνεχίσει να υπάρχει η τέχνη μας ακόμα και εάν κάποιος φορέας τον πρωτο-πληρώνει. Αλλιώς παύει αυτομάτως η ύπαρξη του έργου του καθενός.
Γ.Γ. Επίσης … ”Ο Μεγάλος Αιρετικός” τι είναι και ποιά η σχέση του με την ποίηση.
Δ.Π. Ο Μεγάλος Αιρετικός είναι μια ομάδα 30 ποιημάτων που με χιούμορ, ανατροπές και απόγνωση συμπυκνώνουν την πιο ευγενή ουσία της ανθρωπότητας Η ποίηση είναι πάντα αιρετική, περιθωριακή με κάποια δική της έννοια. Εξ ορισμού θα έλεγα-αφού όλα τα πνευματικά έργα είναι περίεργες υποστάσεις-σκεπτομορφές, φαντάσματα. Και αν τα πωλούν οι εκδότες ως βιβλία-φυλακές αυτά πετούν ταυτόχρονα ελεύθερα σαν πεταλούδες. Στον Μεγάλο Αιρετικό προαυλίζονται ο Βιγιόν και ο Αριστοφάνης, ο Τζών Ντάν, ο Γιαίητς, ο Ώντεν, ο Σεφέρης, ο Καβάφης ο Λάρκιν και ο Ρίλκε, ο Εμπειρίκος και ο υπερλεξιστής Αλέξανδρος Σχοινάς, ο Καψάλης ο Κοροπούλης, ο Γκανάς. Είναι η μουσική μου Κιβωτός με τα πιο ζωντανά και χαριτωμένα πνεύματα που συνάντησα στις σελίδες των βιβλίων. Είναι τριάντα- προς το παρόν. Θα μπορούσαν άνετα να είναι εκατό. Ίσως τα κάνω εκατό, αν «προλάβω». Λείπουν πολλοί, πολλοί ακόμα.
”Η Μουσική δεν μου προσέφερε ούτε μια λύπη. Δεν μου προσέφερε πάντα ευζωία αλλά πάντοτε ισορροπία”
Γ.Γ. Στις 13 Δεκεμβρίου στο ”Μικρό Παλλάς” ξεκινάει το νέο πρόγραμμα του ”Ελληνικού Σχεδίου” και συνεχίζεται ο κύκλος ‘Δημιουργία Ρεπερτορίου”, που θα παρουσιαστεί και σε άλλους χώρους. Τι περιλαμβάνει;
Δ.Π. Πέραν του ”Μεγάλου Αιρετικού μέρος Τρίτο” που δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά αλλά γυρίστηκε ”κορωνοειδώς” και αναρτήθηκε (με πάνω από 160 χιλιάδες θεάσεις!!) παρουσιάζω τον νέο δίσκο μας με τον Κώστα Μακεδόνα, τον ”Γκρεμιστή”. Περιέχει πολύ σημαντικά ποιήματα που παρήγαγαν λαϊκά τραγούδια. Είναι φτιαγμένα για μια μεγάλη λαϊκή φωνή όπως είναι ο Κώστας Μακεδόνας και που μόνο έτσι μπορούν να στηριχτούν. Είναι στίχοι τόσο σημαντικοί που δεν γίνεται να προδοθούν από κάτι κατώτερο.
Στον κύκλο-αφιέρωμα που βασίζεται στην επανεκκίνηση του λαϊκού μας τραγουδιού από το Ρεμπέτικο, παρουσιάζουμε 27 ακυκλοφόρητα τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα που ανασυστάθηκαν από πάρτες – χειρόγραφα του συνθέτη. Ο Μανόλης Πάππος με τον ήχο και το παίξιμο του στο μπουζούκι είναι αναμφισβήτητα ένας σύγχρονος εκφραστής της βαθύτερης ψυχής και έκφρασης του λαϊκού τραγουδιού. Στην θρυλική του μορφή, το ήθος και την μουσικότητα του στηρίξαμε μια αποστολή ιερή: να τα ανασυστήσει ζωντανά, όχι να τα ταριχεύσει. Τέλος, στα ημιτελή- αυτά που δεν έχουμε στίχο αλλά μόνο τίτλο ή ένα κουπλέ, επτά τον αριθμό, προσθέσαμε στίχους ώστε να τους δώσουμε τη ζωή που στερήθηκαν, διατηρώντας φυσικά τους υπάρχοντες στίχους. Αλλά επειδή μας αφορά και το μέλλον όπως προείπαμε παραγγείλαμε σε δύο σπουδαίους λαϊκούς συνθέτες της νέας και της νεότατης γενιάς, το Γρηγόρη Βασίλα και τον Ευγένιο Χαλίλ, νέα μουσικά έργα , με σημείο εκκίνησης τον ρεμπέτικο ήχο. Σε κάθε μια από τις δύο συναυλίες με τα ακυκλοφόρητα του Τούντα υπάρχουν και τα νέα έργα του Βασίλα και του Χαλίλ.
”Στην Τέχνη τα μαθήματα που παίρνεις δεν αφορούν πολύ στην ίδια την Τέχνη ( η Τέχνη δεν διδάσκεται, αποκαλύπτεται) αλλά στο πώς μπορείς να ζεις με αυτήν χωρίς να βασανίζεις και να βασανίζεσαι, χωρίς να σε διαλύσουν και χωρίς να τους διαλύσεις. Είναι τεράστια ποσότητα πυρίτιδας η τέχνη”
Γ.Γ. Το ρεμπέτικο, μέχρι την ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι το 1949, θεωρείτο και νομίζω ότι ήταν, η ανάγκη έκφρασης μέσω των τραγουδιών των ανθρώπων του περιθωρίου, των φυλακισμένων, των χασικλήδων, των παράνομων. Οι καιροί άλλαξαν το ρεμπέτικο δημιούργησε και σχολές. Σήμερα τι μπορεί να εκφράσει και ποιός ο λόγος ύπαρξής του. Να σημειώσω την διαφορετικότητα του από το λαϊκό τραγούδι.
Δ.Π. Το ρεμπέτικο περισσότερο από οιοδήποτε άλλο είδος λαϊκού τραγουδιού, και ίσως μόνο όσο το δημοτικό μας τραγούδι, επέτυχε την απόλυτη αρτιότητα φόρμας, ύφους και περιεχομένου. Περιέχει το αυταπόδεικτο, την φωτεινότητα της απέριττης πληρότητας, την ακεραιότητα. Η άποψη ότι το παρήγαγαν χασικλήδες και περιθωριακοί ισχύει όσο ότι την ρόκ την παρήγαγαν ομοίως ναρκομανείς, σεξουαλικά διεστραμμένοι και αναρχοφασίστες. Όσο ότι οι ρομαντικοί ποιητές ήσαν οποιομανείς, διεστραμμένοι, τρόφιμοι φυλακών κ.λ.π. Τα έργα τέχνης είναι αυτοπροσδιοριζόμενα. Εάν ακούστηκαν και ακόμη ακούγονται από όλο τον λαό τα ρεμπέτικα σημαίνει ότι καθαγιάζονται στην κρίση της Ιστορίας και τα αίτια της δημιουργίας τους. Απλά εξηγούν κάπως τις συνθήκες δημιουργίας αλλά σίγουρα δεν τα προσδιορίζουν ως περιεχόμενο. Οι ρεμπέτες μας ήσαν οι δικοί μας ρομαντικοί: ναρκωτικά, φυλακές, πολιτική αμφισβήτηση, κοινωνική κριτική. Το ελεύθερο πνεύμα τους είναι μπρός και από το σήμερα. Δεν είναι τυχαία δίπλα στους Μεγάλους Αιρετικούς ποιητές: O Βιγιόν ήταν τρόφιμος φυλακών, προφανώς και ολίγον δολοφόνος, περιθωριακός σίγουρα. Ούτε καν πως πέθανε δεν ξέρουμε. Ο Μπωντλαίρ, ο Βερλαίν, ο Ρεμπώ το ίδιο. Απλά είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο σε εποχές, να επιζήσεις με την ευθεία οδό, εάν ψάχνεις την αλήθεια, εάν η ψυχή σου δεν δέχεται τις κοινωνικές συμβάσεις. Το ρεμπέτικο οι νέοι μας το έχουν επαν-ανακαλύψει και βρίσκουν σε αυτό πολύ περισσότερη προοπτική ζωής από ότι το σύγχρονο τραγούδι των εταιρειών. Βάλαν μια τεράστια παρένθεση στην ρηχή αστοποιημένη εξέλιξη του και ξανά αρχίζουν από εκεί που όλα ξεκίνησαν. Αυτό είναι και ο δικός μας κύκλος. Έτσι όπως ο Θερμαστής του Μπάτη είναι όλος ο Καββαδίας.
”Η ποίηση είναι πάντα αιρετική, περιθωριακή με κάποια δική της έννοια. Εξ ορισμού θα έλεγα-αφού όλα τα πνευματικά έργα είναι περίεργες υποστάσεις-σκεπτομορφές, φαντάσματα. Και αν τα πωλούν οι εκδότες ως βιβλία-φυλακές αυτά πετούν ταυτόχρονα ελεύθερα σαν πεταλούδες”
Γ.Γ. Και ο Μάνος Χατζιδάκις πως σε καθόρησε, σχετιζόμενος μαζί του άλλαξαν πολλές σου ιδέες και αγκυλώσεις σε σχέση με το τραγούδι. Αλλά και το ότι έπαιξες μπαγλαμά το 1980 στον δίσκο του 1980 ”Η εποχή της Μελλισάνθης” μη το αποκρύψουμε..
Δ.Π. Ο Χατζιδάκις με καθόρισε ως μυαλό και ως δάσκαλος ζωής. Μου έδειξε το τί είναι ο καλλιτέχνης μέσα στην κοινωνία, πολιτικά, και στην ιστορία. Αυτός και όλη του η παρέα. Ήμουν ένα παιδί 19 ετών όταν τους συνάντησα. Διαφορετικό παιδί ενδεχομένως αλλά παιδί. Δεν ήμουν αυτό που λέμε θαυμαστής του όταν γνωριστήκαμε αλλά έγινα σίγουρα όχι μόνο θαυμαστής αλλά και μαθητής του. Γιατί στην Τέχνη τα μαθήματα που παίρνεις δεν αφορούν πολύ στην ίδια την Τέχνη ( η Τέχνη δεν διδάσκεται, αποκαλύπτεται) αλλά στο πώς μπορείς να ζεις με αυτήν χωρίς να βασανίζεις και να βασανίζεσαι, χωρίς να σε διαλύσουν και χωρίς να τους διαλύσεις. Είναι τεράστια ποσότητα πυρίτιδας η τέχνη. Δεν αρκεί να ξέρεις να ανάβεις το σπίρτο. Έπαιξα ναι μπαγλαμά γιατί χάρις στον «μπαγλαμά με νότες» που έπαιζα βασίστηκε επάνω μου για να παίξω κάποια πράγματα πολύ δύσκολα. Αλλά ο μπαγλαμάς αντιπροσώπευε για τον Μάνο την αγαπημένη μητέρα του. Με γνώρισε ακριβώς την ημέρα του θανάτου της και μπήκα στο σπίτι λίγη ώρα μετά που ήρθε με καθυστέρηση ο μπαγλαμάς που ο Μάνος παρήγγειλε για δώρο στην μητέρα του: ήταν το αγαπημένο της όργανο. Και ήμουν ο πρώτος που-τελείως άσχετα- τον πρώτο έπαιξε. Στην ”Μελισσάνθη”(έργο για την μητέρα του) ο μπαγλαμάς την αντιπροσωπεύει. Έτσι έγινα για τον Μάνο οικογένεια.
Γ.Γ. Ως συνθέτης τραγουδιών, ποια είναι η σχέση σου με τον στίχο. Εννοώ, αυτός σου δίνει έμπνευση, σε προκαλεί, είναι για εσένα γενεσιουργός και σύμμαχος σου;
Δ.Π. Ο στίχος μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για να γράψεις ένα σπουδαίο τραγούδι και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Πολλές φορές εάν βρεθούμε στην ίδια τροχιά μπορεί η πρώτη ανάγνωση να αρκεί. Γι’ αυτό και φροντίζω να κάνω την ανάγνωση των στίχων κατά μόνας και τα διαβάζω εγώ ο ίδιος- κάποιοι στιχουργοί θέλουν να μου τα απαγγέλλουν οι ίδιοι οπωσδήποτε και οπουδήποτε… λάθος. Όμως πολλά τραγούδια μου ήσαν πρώτα μουσική και ο στιχουργός εκλήθη να βάλει σε δεδομένη μελωδία στίχο.” Κοίτα Κοίτα”, ”Θέλω να σε δώ”,” Αναστασία” κ.α. Και αυτό απέδωσε το ίδιο όπως και το ανάποδο. Έχω γράψει όμως και αρκετές φορές ο ίδιος στίχο, (λ.χ. όταν δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για έναν στιχουργό να πάρει τη μελωδία μου και να μηρυκάσει τον νέο στίχο κάποιες ημέρες) ή όποτε η μελωδία μου τους φαίνεται πολύ δύσκολη, τότε γράφω εγώ τον στίχο να τελειώνουμε. Το «Κεραυνός κι Αστραπή» λ.χ. είναι ακριβώς έτσι γραμμένο. Και το φετινό τραγούδι από το ”Μια Νύχτα Του Αυγούστου”, που τείνει και αυτό παραδόξως (λόγω είδους) να γίνει επιτυχία και αυτό ίδια περίπτωση. Ο ”Μόμπυ Ντίκ” είναι δικό μου λιμπρέτο και στίχοι. Ήταν τόσης έκτασης εργασία που ήταν αδύνατο να τη ζητήσω από οιονδήποτε, και μάλιστα χωρίς χρήματα, πριν βρεθεί παραγωγός.
Γ.Γ. Είσαι ένας καταξιωμένος συνθέτης στον χώρο του τραγουδιού. ‘Όμως το ευρύτερο κοινό δεν γνωρίζει όσο θα έπρεπε, την ενασχόληση σου με την συμφωνική Μουσική. Αυτό έχει να κάνει με το ότι η Συμφωνική Μουσική απευθύνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό και όχι στο ευρύτερο και τι σκέφτεσαι να κάνεις ή κάνεις για να γνωστοποιηθεί και αυτή η συνθετική σου πλευρά.
Δ.Π. Τίποτε ιδιαίτερο γιατί δεν με αγχώνει να κάνω γνωστό το έργο μου. Υπάρχουν μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα. Πολλοί τεχνητοί- εμπορικοί μηχανισμοί εξαγοράς και ένας μόνον φυσικός: η ανάγκη του κόσμου. Αν δεν υφίσταται ανάγκη γιατί να με ξέρουν; H συμφωνική μου μουσική έχει και αυτή ένα κοινό.
Γ.Γ. Μια προσωπική ερώτηση. Πως μπήκες στον χώρο της Μουσικής, ποιά ήταν τα ερεθίσματα που σε οδήγησαν να ασχοληθείς με αυτήν.
Δ.Π. Δεν μπήκα νομίζω ποτέ. Ήμουν πάντα μέσα. Από μωρό παιδάκι έπαιζα ότι άκουγα. Το σημαντικό άρα με τη μουσική δεν είναι να μπεις. Είναι να έχεις γεννηθεί εντός. Και αυτό δεν είναι κάτι τόσο απλό και κολακευτικό όσο μπορεί να ακούγεται.
Γ.Γ. Θα μου επιτρέψεις να πω, πως σε χαρακτηρίζει μια παιδικότητα. Ερωτώ λοιπόν. Τα παιδικά σου βιώματα πόσο ρόλο έχουν παίξει στην πορεία σου και στην όποια εξέλιξη σου.
Δ.Π. Υπάρχει σε όλους τους συνθέτες ολίγη από Μότσαρτ. Η Μουσική τους συχνά απηχεί ένα πρόωρα χαμένο παιδί. Απηχείται το παιδικό τραύμα και την απώλεια της παιδικότητας. Ακόμα και στον Μπάχ ή τον Μπετόβεν. Τα δικά μου παιδικά βιώματα έχουν να κάνουν με μια υπέροχη παιδική ζωή στην Αλεξάνδρεια που κατεπνίγει την πρώτη μέρα που μπήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά.
Γ.Γ. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια που η Μουσική είναι η ζωή σου, η ανάσα σου, η ύπαρξη σου. Μίλησε μου για τις δυσκολίες που καλέστηκες να ξεπεράσεις, για τις χαρές που σου προσέφερε και για τις όποιες απογοητεύσεις σου έφερε.
Δ.Π. Η Μουσική δεν μου προσέφερε ούτε μια λύπη. Δεν μου προσέφερε πάντα ευζωία αλλά πάντοτε ισορροπία.
Γ.Γ. Αυτή την αρκετά μακρά περίοδο η δισκογραφία, θα έλεγα, πως επί της ουσίας δεν υπάρχει. Ποιός ή τι φταίει για αυτό. Μήπως δεν είναι μόνο ο σύγχρονος τρόπος ακρόασης, όπως π.χ. το spotify ή και άλλες πλατφόρμες, αλλά και κάτι άλλο συμβαίνει; Έχεις μιλήσει ”για το αργά βυθιζόμενο σκάφος του τραγουδιού”. Μήπως τελικά δεν φταίει η δισκογραφική παραγωγή αυτή καθ’ εαυτή, αλλά και η μη ύπαρξη έμπνευσης ή ερεθισμάτων από τους δημιουργούς του τραγουδιού στο επίπεδο τουλάχιστον, που υπήρχε παλαιότερα;
Δ.Π. Φταίει η κατ’ ουσίαν μη ύπαρξης κοινού. Το κοινό υπέστη διαδοχικούς και συστηματικούς βιασμούς. Η πάπιες στα εκτροφεία του φουά γκρά τρώνε λιγότερο υποχρεωτική τροφή από όση μουσική υποχρεώθηκε να καταναλώσει το κοινό μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Έχουν σκάσει από δισκογραφία από όλους τους τόνους και όλους τους τρόπους. Είναι σαν να προσφέρεις γκουρμέ φαγητό σε ένα τραπέζι όπου έχουν φάει του σκασμού. Οπότε δεν φταίει ούτε ο μάγειρας ούτε ο σερβιτόρος ούτε οι θαμώνες. Ούτε ο μανάβης και ο κρεοπώλης. Φταίει η έλλειψη ανάγκης και διάθεσης από το κοινό για οτιδήποτε, είτε νέο είτε παλαιό. Σήμερα οι άνθρωποι της ραδιοφωνίας και της δισκογραφίας, θέλουν να ακούν ένα τραγούδι για ένα λεπτό το πολύ, ακόμα και εάν τους ενθουσιάζει…
Γ.Γ. Εσύ όμως, όπως ήδη είπες, ετοιμάζεσαι να κυκλοφορήσεις έναν δίσκο, Γιατί.
Δ.Π. Και βέβαια. Γιατί δεν με ενδιαφέρει να με έχουν ακούσει αλλά να με περιέχουν για πάντα. Η κατοχή ενός δίσκου, ενός cd παρέχει τη δυνατότητα επαναληπτικής διεξοδικής και συγκεντρωμένης ακρόασης μεγάλων φορμών. Η «άυλη συνταγογράφηση» της μουσικής του internet έρχεται και φεύγει χωρίς να αφήσει ούτε μία αμυχή. Η τελετουργία, η μυητική διαδικασία και η διεξοδική παρακολούθηση είναι επιθυμητά στοιχεία της δικής μου μουσικής. Ο νέος δίσκος με τον Κώστα Μακεδόνα είναι ένας κύκλος τραγουδιών που δεν μπορείς να ”ξεπετάξεις” ιντερνετικά για την πλάκα σου. Αν τα ακούσεις θα καταλάβεις ότι θέλεις να τα ξανα ακούσεις πολλές φορές. Και μόλις τα ξανα ακούσεις θα αντιληφθείς ότι πια κατοικούν μέσα σου, ως φίλοι καινούργιοι μεν, αιώνιοι δε. Αυτά δε γίνονται με τυχάρπαστες ακροάσεις.
Γ.Γ. Τι ονειρεύεσαι να δημιουργήσεις στο μέλλον. Ποιά θα είναι η περαιτέρω πορεία σου στον χώρο της Μουσικής, τι ονειρεύεσαι να δημιουργήσεις, που για κάποιους λόγους εξωγενείς ή και προσωπικούς δεν έχεις κάνει.
Δ.Π. Με ενδιαφέρουν κάποιες νέες φωνές που νοιώθω ότι έχουμε χρωστούμενα. Και είναι αρκετές. Με ενδιαφέρει, συνεχίζοντας ότι ξεκίνησα με το πρώτο μου κοντσέρτο, να ηχογραφήσω και κυκλοφορήσω το κοντσέρτο μου για βιολί και το δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο με την γερμανική εταιρεία MDG και τους συνεργάτες μου παγκόσμια. Με ενδιαφέρει να καταφέρω να λύσω οριστικά το θέμα με τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ. Οι μουσικοί μας αδικούνται και βιώνουν ένα αδιανόητο διοικητικό παραλογισμό. Η λύση είναι απολύτως εφικτή. Αλλά άλλο τόσο μοιάζει και ουτοπία. Αλλά ουτοπία έμοιαζε το οργανόγραμμα- τους έφτιαξα τρία. Άλλο τόσο άπιαστο όνειρο έμοιαζε και η μισθολογική τους εξίσωση με όλα τα υπόλοιπα δημόσια συμφωνικά μουσικά σύνολα. Το επέτυχα και αυτό. Για λογαριασμό τους τώρα, ελπίζω να επιτύχω την διοικητική συναίνεση με τους μουσικούς προς μια ορθολογική και ηθική εφαρμογή των εργασιακών σχέσεων στη βάση του υπαρκτού μας πλέον οργανογράμματος και την πραγματοποίηση της -προς το παρόν θεωρητικής- μισθολογικής εξίσωσης. Παράλληλα έχω ήδη «συνθέσει» στο μυαλό μου δύο συμφωνίες. Πρέπει όμως και να τις καταγράψω. Αφού ολοκληρώσω το μοντάζ του film του ”ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ” στην επόμενη εβδομάδα. Και φυσικά μετά τις συναυλίες στο Μικρό Παλλάς με ”Γκρεμιστή” και ”Μεγάλο Αιρετικό” 19 και 20 Δεκεμβρίου, να μη ξεχνιόμαστε.
Σας περιμένω όλους.
Υπάρχει λόγος.


Συζήτηση σχετικά με post