Το καραβάκι της Παπουτσάνης που ταξιδεύει αδιάκοπα 149 χρόνια βάζει πλώρη για ακόμη περισσότερες αγορές σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2019 κατέδειξαν αύξηση των πωλήσεων κατά 20%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Συγκεκριμένα, το σύνολο των πωλήσεων της Παπουτσάνης ΑΒΕΕ ανήλθε σε 14,4 εκατ. ευρώ, έναντι 12 εκατ. ευρώ που κατέγραψε την αντίστοιχη περίοδο του 2018 με κινητήριο μοχλό την έντονη εξαγωγική δραστηριότητα η οποία κατέγραψε άνοδο της τάξης του 37%. Οι εξαγωγές της εταιρίας Παπουτσάνης ανήλθαν σε 6,7 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2019, που αντιστοιχεί στο 47% του κύκλου εργασιών της εταιρίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας, η ανάπτυξη του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης οφείλεται, κατά κύριο λόγο στη διεύρυνση των συνεργασιών της ελληνικής σαπωνοποιίας με πολυεθνικές εταιρίες, στην ανάπτυξη της κατηγορίας των ξενοδοχειακών προϊόντων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και στην ανάπτυξη των επωνύμων προϊόντων. Το 19% του συνολικού κύκλου εργασιών προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 36% από πωλήσεις προς τη ξενοδοχειακή αγορά, το 30% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 15% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.
Η αφετηρία της οικογενειακής επιχείρησης τοποθετείται στον 19ο αιὠνα. Ηταν το 1870 στο νησί της Λέσβου όταν ο Δημήτρης Παπουτσάνης στο πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο παραγωγής ελαιόλαδου της περιοχής άρχισε να παράγει και μια μικρή ποσότητα πράσινου σαπουνιού. Η έντονη εμπορική δραστηριοποίηση του οραματιστή επιχειρηματία και οι συνεργασίες με εμπορικούς οίκους της Μασσαλίας, της Γένοβας, της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έδωσαν ώθηση στην τοπική επιχείρηση προσδίδοντάς της έναν πιο «ευρύ χαρακτήρα».
Τριάντα χρόνια αργότερα αναλαμβάνουν τα ηνία της επιχείρησης οι τρεις γιοι του, οι οποίοι το 1899 ιδρύουν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης. Με εφαλτήριο το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης το οποίο αποτελούσε το επιχειρηματικό κέντρο της εποχής δίνεται έμφαση στις εξαγωγές. Το 1917 ο Παναγιώτης Παπουτσάνης κάνει το μεγάλο βήμα και μεταφέρει την μονάδα παραγωγής από το νησί στον Πειραιά κατασκευάζοντας ένα από τα πρώτα εργοστάσια παραγωγής σαπουνιού στην Ελλάδα. Το πράσινο σαπούνι μπουγάδας και οι κύβοι σαπουνιού Μασσαλίας κατακτούν τις νοικοκυρές της εποχής. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, το 1936 με την έκρηξη της αρωματικής σαπωνοποιίας η Παπουτσάνης κάνει θραύση παρουσιάζοντας στην ελληνική αγορά κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή. Είναι το σαπούνι με άρωμα πασχαλιάς που φέρει την επωνυμία «Νο 2» και το σαπούνι «Φλώρα», το πρώτο σαπούνι σε συσκευασία ζελατίνας. Ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας μόλις ξεκινούσε. Μεσολαβεί ο β παγκόσμιος πόλεμος το τέλος του οποίου αφήνει την εταιρεία όπως και την χώρα ολόκληρη άλλωστε –βαριά πληγωμένη. Το διώροφο εργοστάσιο της οδού Πολυδεύκους στον Πειραιά στις 11 Ιανουαρίου του 1944, καταστράφηκε ολοκληρωτικά στον βομβαρδισμό του Πειραιά. Ωστόσο η οικογένεια στηρίζει του εργαζόμενους της και παραλλήλως στέκεται αρωγός της ελληνικής κοινωνίας προσφέροντας κοινωνικό έργο όπως συσσίτια κα. μετά την απελευθέρωση αναγκάστηκε να επανεξετάσει την παραμονή της στο λιμάνι.
Ήταν η περίοδος όπου πολλές βαριές βιομηχανίες ανέστειλαν την δραστηριότητά τους κατευθυνόμενες είτε προς τον Ασπρόπυργο και τη Δυτική Αττική είτε προς τα βόρεια προάστια και τα Οινόφυτα. Κάπως έτσι, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής το 1967 η Παπουτσάνης μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της στην Κάτω Κηφισιά και κατασκευάζει το πρώτο σαπούνι γλυκερίνης με την υπογραφή Παπουτσάνης. Το 1972 η ανοδική πορεία της εταιρίας επισφραγίζεται με την ένταξή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Ο μεγάλος σεισμός του 1999 στην Αθήνα προκαλεί σημαντικές φθορές στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις και γίνεται η αιτία για την δημιουργία ενός νέου εργοστασίου σύγχρονων προδιαγραφών στην Ριτσώνα Εύβοιας το 2001. Ως και σήμερα θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα εργοστάσια παραγωγής σαπουνιών και ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ευρώπη και το μοναδικό στην Ελλάδα.
Από τα ράφια του μπακάλικου ως τα σημερινά υπερμάρκετ το εμβληματικό «καραβάκι» που μετρά 69 χρόνια ζωής έχει τη δική του ιστορία συνεχίζοντας το ταξίδι του στην ελληνική αγορά. «Γεννήθηκε» στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και πλασαρίστηκε ως ένα από τα πρώτα αρωματικά σαπούνια. Έκτοτε γνωρίζει διαχρονική επιτυχία εντός και εκτός συνόρων. Η Παπουτσάνης διαθέτει στην Ελλάδα ένα εκτεταμένο δίκτυο διανομής με περισσότερα από 6.000 σημεία πώλησης των επώνυμων προϊόντων της στο κανάλι λιανικής, των προϊόντων επιλεκτικής διανομής σε φαρμακεία και duty free και των ξενοδοχειακών προϊόντων στο κανάλι B2B. Οι ευρείες συνεργασίες της με διεθνείς εταιρίες – κολοσσούς του κλάδου, διαδίδουν την υπογραφή των προϊόντων της στην Ευρώπη και σε περισσότερες από 25 χώρες σε όλο τον κόσμο. Το ελληνικό προϊόν της Παπουτσάνης εξάγεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γερμανία, Βέλγιο, Αυστρία, Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Αλβανία, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Λιθουανία, Ρωσία, Κύπρος), στην Αμερική (ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό), στην Ασία (Ιαπωνία, Χονγκ-Κονγκ) και στην Αυστραλία.
Μαρία Σμιλίδου
Συζήτηση σχετικά με post