“Έσωσε λαόν θαυματουργών Δεσπότης υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι”.

Σχόλιο

Του Μάρκου Μπόλαρη

Χιονόνερο!

Στον μώλο, στο λιμάνι της Δάφνης, στ΄ Αγιονόρος.

Φρέσκαρε η νοτιά.

Το καΐκι μικρό, τρεχαντήρι. Ο καπετάνιος κι ένας ναύτης ως πλήρωμα, από την Αμουλιανή. Ναυτικοί από την κούνια. Γνώριζαν τη θάλασσα , το πέλαγος, τον κόλπο, τους καιρούς, τους ανέμους, τα βάθη, τις αγκάλες, τους όρμους, τα ξερονήσια, τους ύφαλους και τους σκοπέλους, τα ψάρια και τα ψαρέματα, λούστηκαν την αρμύρα των κυμάτων, θαλασσοπνίχτηκαν πολλές φορές στον Ακράθω, εκεί που ο Μαρδόνιος θρήνησε την συντριβή και βύθιση του περήφανου στόλου του, που έπλεε, προστάγματι τυρρανικώ του Μεγάλη Βασιλέως, για να πάρει εκδίκηση για τον Μαραθώνα, ο καπετάνιος και το πλήρωμα του ξύλινου καϊκιού που έμελλε να εκτελέσει την συγκοινωνία από την Δάφνη μέχρι τον μικρό αρσανά της Σκήτης της Αγίας Άννας, στην μεσημβρινοδυτική  άκρη της αθωνικής χερσονήσου, ήταν θαλασσινοί που ουχί άπαξ και δίς αλλά πολλάκις θαλασσοπνίχτηκαν , αλλά θέλεις να΄ ναι η πατροπαράδοτη ναυτοσύνη, θέλεις λίγο η εξ απαλών ονύχων εμπειρία στις βάρκες, στα καΐκια, στο κολύμπι, στις βουτιές, θες πάλι το καλό σκαρί που ο μόχτος, η επιμονή, η εμμονή, η τέχνη, η τεχνική, η σοφία αιώνων συναχθείσα στα καρνάγια τα Ιερισσιώτικα σύναξε, ώστε τα έργα των χειρών αυτών είτε καράβια είτε βάρκες είτε καΐκια, που χτίζουν να είναι αξιόπλοα στα δύσκολα, στα πολύ δύσκολα, όταν ο βύθιος δράκων, ως μέγιστος ενάλιος θήρ, ζητά τίνα καταπίει εν τω μέσω του χειμερίου κλύδωνος, ή μήπως επειδή ο των Μυρέων Νικόλαος, προστάτης των θαλαττευόντων τους είχε έγνοια, καθώς κι ετούτοι στην χάρη Του προσέφευγαν, κι ο καπετάνιος και ναύτης ήταν συλλογισμένοι.

Εξηντάρης ο καπετάνιος. Μια βραχεία σκούρου γαλάζιου χρώματος είχε ριγμένη στην πλάτη. Σκούφο πλεγμένο με τα χέρια της καπετάνισσας, στο ίδιο χρώμα, σαν τον οίνοπα πόντο. Ηλιοκαμένο πρόσωπο, μαρτυρούσε τα μεροκάματα στη θάλασσα.

Την κοίταζε έχοντας στραμμένο το πρόσωπο προς το πέλαγος. Της μιλούσε ; Του απαντούσε ;

Είχε βάρκα μεγάλη, όπως θα λεγε κι καπετάν Στεφανής ο Μπέρκος, χωρούσε τριάντα, μπορεί και σαράντα νοματαίους. Αλλά δεν είχε εναλλακτική, όπως άλλοτε η υπό τον παπά Φραγκούλη ομήγυρης των πανηγυριστών, που έπλευσαν για να κάνουν το τάμα και να λειτουργήσουν τον Χριστό στο Κάστρο, την ημέρα της γιορτής Του, δεν μπορούσε ο δικός μας καπετάν Νικόλας να επιλέξει εάν θα έπλεε από σοφράν ή από σταβέτ, από το υπερήνεμον ή από το υπήνεμον, όπως αποφασίστηκε στο ιερατικό μέλαθρον της Σκιάθου από τον καπετάν Στεφανή και τον αποφασιστικό παπά Φραγκούλη, το εσπέρας της 23 Δεκεμβρίου 1868, η επιλογή του ήταν μονοσήμαντη είτε ταξιδεύω, εκτελώ το δρομολόγιο, αψηφώ την νοτιά που έχει αγριέψει, ριψοκινδυνεύω είτε δένω τον κάβο. Θα ήθελε πολύ να διαβεβαιώσει τους επιθυμούντας να ταξιδέψουν , όπως είχε ο ομότεχνός του ο καπετάν Στεφανής, να τους εμψυχώσει λέγοντας «Εγώ σας παίρνω απάνω μ΄, ο Στεφανής σας παίρνω απάνω μ΄!», μα καθώς ο αγέρας από το πέλαγος φόρτσαρε, κι οι πνοές του νοτιά είχαν ασπρίσει τη θάλασσα, στεκόταν ακόμη δίβουλος.

Είχαμε σταθεί στο κτίριο που διεξαγόταν ο τελωνειακός έλεγχος για να φυλαχτούμε από το χιονόνερο, το ανεμοβρόχι, το κρύο. Εάν δεν αποτολμούσε ο καπετάνιος τον πλού, κινδυνεύαμε να μείνουμε στο πανδοχείο της Δάφνης και να αναγκαστούμε να αναζητήσουμε φιλοξενία κάπου αλλού, σε κάποιο από τα πλησιέστερα μοναστήρια, τούτη την τελευταία στιγμή, παραμονή των Χριστουγέννων, και βέβαια να οδοιπορήσουμε επί ώρες μέσα στις δύσκολες χειμέριες συνθήκες, που εντείνονταν.

Στην υπό το σκέπαστρο του τελωνείου ομάδα, όσων επιθυμούσαμε να επιβιβαστούμε κι ο παπά Νικόδημος, ιερομόναχος εξ Αθηνών. Από ιερατική οικογένεια. Είχε ανέβει από την Αθήνα, όπως κατ΄ έτος είχε παράδοση, για την αγρυπνία των Χριστουγέννων, αφού συνήθιζε την νύχτα αυτή να προσδοκά του ιδείν Ανατολή Ανατολών, Ήλιου της Δικαιοσύνης, “ναίων ως ο Ιωνάς εν μυχοίς θαλαττίοις”, στον Σιγγιτικό κόλπο, αγραυλών ως οι ποιμένες στις βραχώδεις πλαγές του Άθωνα που κατρακυλώντας συναντούν την θάλασσα, εκεί που φιλέρημοι, ακτήμονες ασκητές ίδρυσαν Σκήτη της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννας, αναμένων ιδείν τον Αστέρα της θείας έλλαμψης προπορευόμενο των αστροπολούντων Μήδων, ώστε να δοξολογήσει μετά των Αγγέλων και των Αγιαννανιτών ασκητών Χριστού την συγκατάβασιν, την επί γης ειρήνη και την ευδοκία στους ανθρώπους. Τώρα , καθώς έβλεπε τον καπετάν Νικόλα, σκεφτικό, τώρα που οι ριπές του νοτιά αυλάκωναν την θάλασσα, τώρα που το χιονόνερο πάγωνε τα πρόσωπα και τα χέρια, ο παπά Νικόδημος αντιλαμβανόταν ότι σήμερα κινδύνευε , μετά από τόσα χρόνια που ανελλιπώς τηρούσε το τάμα του, κινδύνευε να μείνει αλειτούργητος και εμείς συν αυτώ.

Τι λέτε; Να πάμε, μας ρώτησε. Να τον παρακινήσω;

Κίνησε για να πάει στο καΐκι. Κοντοστάθηκε, γύρισε μας κοίταξε.

Τι λέτε; Να αποτολμήσουμε;

Ό,τι πει ο καπετάνιος, του απάντησε, ένας εκ των επιβατών.

Συναινέσαμε οι λοιποί.

Έριξε την κουκούλα στο κεφάλι και κίνησε για το καΐκι ο παπά Νικόδημος.

Κι ήταν σαν αυτό να περίμενε ο καπετάν Νικόλας. Την κίνηση της συναίνεσης. Την εκδήλωση της βούλησης. Την αψήφιση του κινδύνου. Την αποδοχή της ταλαιπωρίας.

Συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Ναι, θα πάμε.

Πήδηξε στην προκυμαία. Σηκώνοντας το χέρι, σήκωσε και την φωνή:

Ανεβείτε!

Σε πέντε λεπτά, ξεκινούμε!

Μπορεί να βρεχτούμε λίγο , όποιος έχει αδιάβροχο να το φορέσει!

Αξέχαστη η εμπειρία. Ταξίδευε γέρο βοριά και νότο παλικάρι!

Έβαλε πλώρη ίσα πάνω στον κυματισμό, κόντρα στο αφρισμένο κύμα!

Ίσια πάνω στο νοτιά. Σαν να πηγαίναμε στη Κυρά Παναγιά, ρότα για τις Σποράδες του βορρά, για τη Σκιάθο, για το Κάστρο, με τον παπά Φραγκούλη και τον καπετάν Στεφανή στο Χριστό!

Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε επί ώρες, κατά πώς όριζε ο συνεχώς αυξανόμενος κυματισμός, καταπώς επέβαλε το πνεύμα της καταιγίδος που ανατάρασσε θαλάσσης την υγρή, πολυκυματίζουσα και αφρόεσσα επιφάνεια. Ο καπετάνιος στο τιμόνι, ο παπά Νικόδημος στο κομποσκοίνι, εμείς με σκούφους, κουκούλες, γάντια, καθισμένοι στους πλαινούς πάγκους, όλοι μας βρεγμένοι , όλοι μας μουσκεμένοι από τις αφρισμένες εφορμήσεις του αρμυρού νερού που καβαλίκευε συνεχώς την πλώρη κι απειλούσε το τρεχαντήρι.

Θάλασσα τους θαλασσινούς μη τους θαλασσοδέρνεις, τραγουδά με κέφι και παράπονο, η αιγαιοπελαγίτικη λύρα. Αλλά κι ο καλός καπετάνιος…

Κι ο Άη Νικόλας παραστάτης.

“Έσωσε λαόν θαυματουργών Δεσπότης υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι”.

Φτάσαμε ! Θαλασσοδαρμένοι, καταβρεγμένοι, νοτισμένοι από την αρμύρα, αλλά φτάσαμε!

Τι ανταποδόσωμεν;

Στον αρσανά της Σκήτης της Αγίας Άννας. Μια αγκαλιά ο αρσανάς που χωρούν δυό-τρείς ψαρόβαρκες, κι έχει χώρο που μόλις και μπορεί να δέσει το καΐκι στο μώλο. Ένα χωριό, καλογερικό είναι η σκήτη. Σπίτια που ξεκινούν από την θάλασσα, σπίτια μικρά και μεγαλύτερα που σκαρφαλώνουν προς το απότομο ανάγλυφο, άλλα ξεροκάλυβα κι άλλα με εκκλησιές, σε κάποια αυτά αδελφότητες δυο-τριών μοναχών , σε άλλα μεγαλύτερες πέντε-δέκα ασκητών. Πεζούλες που χτίστηκαν με πέτρα κουβαλημένη στην πλάτη, κηπάρια για τα μαρούλια, τις ντομάτες, τα λάχανα με χώμα φερμένο από μακρυά στην πλάτη σκληροτράχηλων καλογέρων, οι οποίοι φιλοσόφως ηρετίσαντο διάγειν τον βίον. Και στη μέση αυτού του ιδιότυπου χωριού ορθώνεται το Κυριακό, ο μεγάλος Ναός, η εκκλησιά που συνάζονται για την κοινή ευχαριστία τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές πάντες οι εν αυτή ενασκούμενοι, ένα ναός αρχιτεκτονικό έργο ευλαβών μαιστόρων, που συνέχισαν την παραδοθείσα τέχνη στη ναοδομία, την τοιχογραφία, την εικονογραφία, την ξυλογλυπτική, την αργυροχρυσοχοία, το χρυσοκέντημα, ένας Ναός στις υπώρειες του Άθωνα, που αγναντεύει το πέλαγος στους αιώνες.

Στο Κυριακό σήμερα κι η αγρυπνία της Χριστού Γέννας. Ανεβήκαμε.

Μας ανέμενε σ΄ ένα από τα ταπεινότερα σπίτια της Σκήτης ο γέρο Γιώργης. Ασκητικός σαν το Άγιο Ονούφριο. Ψηλός που έγερνε λίγο προς τα μπρός. Το βάρος των χρόνων, το βάρος της ζωής, … Σμυρνιός ήταν ο γέροντας. Λιτός στις κουβέντες. Αλλά του ξέφευγε ένα δάκρυ κάθε φορά που υποχωρούσε στην πίεσή μας να αφηγηθεί τις φρικτότερες εμπειρίες της ζωής του, την κατάρρευση του μετώπου στα βάθη όπου στείλαν τον στρατό για να τον σφαγιάσουν, την ασύντακτη υποχώρησή του, την αναρχία στην πόλη, την αβεβαιότητα των μελλουμένων, την αγωνία της αποχώρησης, την αθλιότητα της διαχείρησης, την ανευθυνότητα των υπευθύνων, την είσοδο των άτακτων, την πυρκαγιά και καταστροφή της ομορφότερης πόλης της Ιωνικής ακτής, τις σφαγές αθώων, την απελπισία και την αγωνία για μια θέση σε καράβι για την απέναντι ακτή, την άρνηση των συμμάχων να βοηθήσουν, το φρικτό μαρτύριο του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.

Μας περίμενε ο Γέροντας. Την σήμερον πανηγύρεως ημέρα! Γιόρταζε η καλύβα του. Το Ναύδριο της καλύβης αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Τριακοσίων χρονών ιστορία. Νοικοκυρεμένα και φτωχά τα πράγματα. Ένα όμορφο επιχρυσωμένο τέμπλο στον ναίσκο κι οι περίτεχνες εικόνες μαρτυρούσαν την ευλάβεια των αφιερωτών Σμυρναίων εμπόρων, που χορήγησαν για την ευπρέπεια του οίκου του Θεού, σε τούτη την εξοχή του βράχου στην ασκητική Αγία Άννα, βίγλα πνευματική, βίγλα πραγματική πάνω στο Αιγαίο.

Σήμερα, όλοι θα λειτουργηθούμε στο Κυριακό, μας προετοίμασε. Δεσποτική και γάρ η γιορτή. Αύριο θα έχουμε παπά για να λειτουργήσουμε στο καλύβι μας, στο εκκλησάκι μας.

Νύχτωσε. Στεγνώσαμε. Ξεκινήσαμε.

Κινηθήκαμε σε σκοτεινά μονοπάτια, τον ακολουθήσαμε ανάμεσα σε ξερολιθιές , κατηφορίζοντας προς το Κυριακό, κάτω ακουγόταν ο ρόχθος των κυμάτων, στ΄ αυτιά μας ο συριγμός του νοτιά.

“΄Εδειξεν αστήρ τον προ ηλίου Λόγον”!

Κατάνυξη στο Καθολικό! Λιγοστά καντήλια αναμμένα. Ευωδία ρόδου το λιβάνι. Πρώτη φορά βίωσα το κρυμμένο μυστικό, την κλιμακούμενη ανάβαση μιας ολονύχτιας ακολουθίας. Τον άλλο κυματισμό. Την εναλλαγή ανάγνωσης ψαλμών και προφητειών, ως άλλου είδους κυματισμός, εναλλαγή με τα μουσικά μέλη των τροπαρίων , των κοντακίων, των ειρμών, των κανόνων, των μεγαλυναρίων. Και την ιεροπρεπή κίνηση του κανονάρχη, του διαβαστή, των εκκλησιαστικών.

“Την απαρχήν των Εθνών ο ουρανός σοι προσεκόμισε εν φάτνη”.

Και στο κλίμα αυτό, της κατανυκτικότητας κι της ευλαβούς στάσης κι ανάτασης, ο κυματισμός του φωτός, των πολυελαίων, μικρών και μεγάλων πολυελαίων, του εσπερινού και της λιτής, του όρθρου και της θείας λειτουργίας, συν τω προφήτη Αββακούμ όστις προείδε “Γένους βροτείου την ανάπλασιν πάλαι, προμηνύων αφράστως, νέον βρέφος εξ όρους της Παρθένου”.

Δανιηλαίοι, οι περίφημοι ψαλτάδες στα κεκραγάρια, Θωμάδες στα ανοιξαντάρια, ο Γέρων Άνθιμος,  ο λευκασμένος ψυχή τε και σώματι, ο πνευματικός της Σκήτης, προεστώς της συνάξεως, ο Γέρο Γεράσιμος, Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος της Μεγάλης Χριστού Εκκλησίας, ιλαρός στην όψη, ταπεινός αρχοντάνθρωπος, φαιδρύνων και κοσμών την πανήγυρη. Εκατόν είκοσι , μπορεί  εκατόν τριάντα μοναχοί στα στασίδια τους, κι ο εξ Αθηνών παπά Νικόδημος, ως οι ταπεινοί τσοπάνηδες της Βηθλεέμ αγραυλούντες, ξάγρυπνοι στους καιρούς και τους πειρασμούς, στο σκιόφως του Κυριακού, έτσι που να μπερδεύεις τις μορφές των μοναχών στα στασίδια με τις τοιχογραφίες  των Αγίων, την καλλιέπεια και τις λιγυρές ψαλμωδίες των χορών με την αγγελική δοξολογία της Νύχτας.

“Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσομεν λοιπόν”, όπως μας προτρέπει ο των ποιητών ερασμιώτερος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, “ένθα οδεύει ο αστήρ”, ο αστήρ που έφεγγε ήδη στην τοιχογραφία της Γεννήσεως στην κόγχη του Καθολικού, οδηγών εις προσκύνησιν ενανθρωπήσαντος Θεού.

Δεύτε, σε συνάντηση στην Βηθλεέμ της καθημερινότητάς μας, στο σπήλαιο της καρδιάς μας, στην Ιουδαία των Εθνών, δεύτε σε συνάντηση ειρήνης και ευδοκίας.

Στο τραπέζι, μετά την αγρυπνία, αφού φώτισε η σημαίνουσα “Μυστήριον ξένον και παράδοξον” ημέρα, ο Γέρο Γιώργης, καθώς ουρανοί ευφραίνονταν και τα όρη σκιρτούσαν, ο Γέρο Γιώργης από την Σμύρνη, ο παππούλης που αναζήτησε καταφύγιο ζωής και βίου, αφού γλύτωσε από της Σμύρνης το γιαγκίνι, στην Αγιαννανίτικη σκήτη, στην αντίπερα ακτή του πελάγους από την πατρώα του γή, πρόσφερε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι , μετά την ευφροσύνη της ολονύχτιας αγρυπνίας, ψαρόσουπα από σκορπίδι, φρεσκοψαρεμένο, στα φοβερά κι άπατα νερά των αγιονορείτικων ακτών, από τους αλιείς της Σκήτης, με κρασί διονυσιάτικο από τα αμπέλια του Μονοξυλίτη.

“Λόγος παχυνθείς!

Καλά Χριστούγεννα!

 

*Μάρκος Μπόλαρης. Νομικός – Πρώην Υπουργός

Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο reformer.gr είναι προσωπικές και εκφράζουν τον συγγραφέα.

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post