Μάρκος Μπόλαρης: Το τελευταίο κολύμπι του καλοκαιριού

Σχόλιο

Του Μάρκου Μπόλαρη*

Με το μικρό καλάθι γεμάτο χρυσοπράσινα τσαμπιά μοσχάτου επέστρεψα στο χωριό  απ’ τ’ αμπέλι. Είναι στον αμμουδερό δρόμο για το Λουρί, το μεγάλο αμπέλι με το μοσχάτο σταφύλι. Η αγαπημένη μας ακροθαλασσιά για κολύμπι, ανατολική, στραμμένη προς την αγιασμένη και μυροβλύζουσα Μικρασία.

Αμμούδα, που την σχίζουν κάθετα μακρόστενοι βράχοι, μισό-κρυμμένοι στην άμμο του βυθού, μέχρι που χάνονται στα βαθιά του όμορφου κόλπου, μακρόστενοι βράχοι, σαν λουριά, που χάρισαν και το τοπωνύμιο, Λουρί. Κι είναι στο βόρειο κάβο τούτου του ήρεμου προσήνεμου γιαλού που στέκει ευλογών ο Άγιος Σώζων, προστάτης της Λήμνου, των κεχαγιάδων της και των ναυτικών που ταξιδεύουν στο Αιγαίο, τα στενά, τον Μαρμαρά, τον Βόσπορο, και τη Μαύρη Θάλασσα, κι απέναντί του, στην άλλη άκρη της θαλασσινής αγκάλης, στο νότιο κάβο, στο νοτιοανατολικότερο σημείο του νησιού, που ασπρίζει το ξωκκλήσι, ταπεινότερο, της Αγίας Ειρήνης, για να ειρηνεύει τις θάλασσες και τα μπουγάζια.

Ωρίμασαν, είπε ο θείος Παναγιώτης.  Θα γιορτάσουμε το πανηγύρι της Αγιά Σοφιάς και την άλλη μέρα θα τρυγήσουμε.

Γιορτή και το σεμνό πανηγύρι στο όμορφο χωριουδάκι της Αγιά Σοφιάς, που σκαρφαλωμένο στο όμορφο βουνί, το Παραδείσι αγναντεύει τον μικρό κάμπο της Σκάλας, τους Πύργους, τη Φισίνη και το Σκαντάλη, και μετράει στους αιώνες τα καράβια που θαλασσομάχονται για να μπουν στον Ελλήσποντο, ή που φορτωμένα έρχονται σπ’ τον Εύξεινο.

Γιορτή, μικρή πανήγυρη, κεχαγιάδικος χορός και λύρα νησιώτικη, ανθρωπιά κι απλότητα στην πλατεία της Αγιά Σοφιάς. Αξέχαστη η ένταση ιδιαίτερης γεύσης από μια μπουκιά λιαστό χταπόδι, που πρόσφερε ο ψαράς του χωριού, που καθώς ήταν πλέον ο μόνος που ανοιγόταν στο πέλαγος για ψάρεμα με ιστίο, είχε αποκτήσει το ‘πνώμ’ “το Πανί”!

Αρχαίο χωριό η Αγιά Σοφιά, κοντά στην αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης, την Πολιόχνη, με το αρχαιότερη βουλή στον κόσμο, που με επιμέλεια ανάσκαψε κι ανέδειξε η σκαπάνη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, επαληθεύοντας και πάλιν τα ομηρικά έπη, χωριό  που είδε Αχαιούς και Τρώες, Μινωίτες και Φοίνικες, τον Ιάσονα και την Αργώ. Αθηναίους θαλασσοκράτορες και Σπαρτιάτες, Πέρσες και Μακεδόνες, Ρωμαίους και Ρωμιούς υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, Άραβες, Σαρακηνούς και Βενετσιάνους, Κομνηνούς και Παλαιολόγους, Οθωμανούς και Βρεττανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς.

Γιορτή και την επομένη της Αγιά Σοφιάς. Άλλης τάξης πανήγυρη.

Στις τέσσερις σηκωθήκαμε.

Γιορτή ο τρύγος! Με κούραση! Πολλή κούραση! Αλλά πανήγυρη! Φορτώσαμε στα γαϊδουράκια  τα κοφίνια, τα απαραίτητα. Έτοιμος κι ο Παπά Θανάσης. Ήρθε με την παπαδιά εποχούμενη στη γαϊδουρίτσα. Αχάραγα αρχίσαμε. Ευλογητός ο Θεός! Εξ νομάτοι στον τρύγο, ο θείος κι η θειά Κωνσταντίνα, αγαπημένη αδελφή της καλής μου γιαγιάς Δέσποινας, που στα 36 της άφησε ορφανή την δωδακάχρονη μάννα μου, παπά Θανάσης κι η πρεσβυτέρα, το Βεφώ, όπως με αγάπη υποκοριστικά αποκαλούσαν στο χωριό την μάννα μου, Γενοβέφα βαφτισμένη, κι έσχατος εγώ. Η γιαγιά Βασίλισσα, η πρόγιαγιά μου θα είχε την έγνοια του σπιτιού, ζυγώνοντας τους ενενήντα χρόνους της. Όταν γλυκοχάραζε ο ήλιος, ανατέλλοντας μέσα από τη θάλασσα, χρυσώνοντας το πέλαγο  ανάμεσα Λήμνο και τη μικρασιατική Αιολία, καθώς οι κουτσ’ λίτες κι οι πέρδικες απ’ το πλάι χαιρέτιζαν το πρώτο φώς και την ομορφιά της μέρας, ήταν έτοιμο και το πρώτο φορτίο. Γέμισαν τα κοφίνια. Φορτώθηκαν στις υπομονετικές και πρόθυμες γαϊδουρίτσες, τις συνόδευσα στο χωριό. Ο Γιώργος , του θείου Αλέκου, πρωτοξάδερφος της μάνας μου, ναυτικός, ψαράς, μερακλής είχε ήδη πιεί τον πρώτο καφέ. Ξεφορτώσαμε. Είχε την ευθύνη και με κέφι όπως πάντα, μεριμνούσε για το άδειασμα της φετινής σοδειάς στο πατητήρι, στο λινό.

Λημνία σταφυλή, λέει ο Ησίοδος, απ’ τους αρχαίους χρόνους. Τότε που πρωτοχάραζαν οι Έλληνες εν σοφία τις λέξεις σε μάρμαρα και κεραμικά. Λημνιό και το κρασί που προμηθεύονταν οι Αχαιοί, πολιορκώντας την Τροία για να πάρουν οι Έλληνες στην κατοχή τους την Ωραία Ελένη, που βέβαια δεν ήταν πουκάμισο αδειανό, αλλά ήταν η είσοδος κι ο έλεγχος στον Ελλήσποντο κι τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τον Κεράτιο κι τον Βόσπορο, τον Εύξεινο Πόντο και τη Κριμαία, την Ταυρίδα και όλα αυτά για το χρυσόμαλλον δέρας των  εμπορευμάτων, του σταριού, των μεταλλευμάτων και του πλούτου στους αιώνες. Μέχρι σήμερα!

Το αμπέλι με την Λημνία σταφυλή και το εξαιρετικό κρασί της, που προτιμούσε κι ο μέγιστος των φιλοσόφων ο Αριστοτέλης, ήταν στην άλλη πλευρά. Φυτεμένο από τον παππού Χρυσάφη, όνομα και πράγμα. Ωραίος, καλοσυνάτος, εργατικός, νοικοκύρης είχε φυτέψει το αμπέλι με το λημνιό, το καλαμπάκι, σε ελαφρό ύψωμα, κοντά στους τρείς μύλους, τους ανεμόμυλους, στους άπλωναν τις κεραίες και τα πανιά τους απέναντι στο βοριά, προαιώνια πηγή ενέργειας.

Τρυγήσαμε την επομένη! Κυκλωμένο με τζιτζιφιές το αμπέλι, για προστασία των κλημάτων απ’ τη ντραμ’ντάνα, τον ισχυρό βοριά, που ξεχύνεται απ’ τα βουνά της Θράκης, ξεκουνά τη Σαμοθράκη και την Ίμβρο, για να δροσίσει την ανεμόεσσα, κατά την ομηρική κάλαμο, τότε και τώρα ανεμόεσσα  Λήμνο. Είναι ανάσα οι τζιτζιφιές, που σκιάζουν τον αμπελότοπο. Ο ήλιος των γλυκών ημερών του Σεπτέμβρη, του πιο γλυκού μήνα του χρόνου, αποκάμνει τους μοχθούντες τρυγητές.

Καλή η σοδειά, καλή η ποιότητα των σταφυλιών. Ξηρικών, γινωμένων σ’ αμπέλι μέσα σε αμμούδα. Δόξα τω Θεώ. Προσδοκία καλού κρασιού.

Η τέχνη της οινοποιίας πατροπαράδοτη, από τότε που ο Θόας, κρητικός, μινωίτης, ανέλαβε βασιλιάς της Λήμνου, φυτεύοντας αμπέλια στη ηφαιστειακή γη του νησιού, που λάτρευε τον γιό του Δία τον Ήφαιστο, δημιουργώντας παράδοση τριών και πλέον χιλιετιών εξαιρετικού οίνου! Μέχρι σήμερα, Νύν και αεί!

Ο μεσημεριανός ύπνος, μ’ ανοιχτό το βορινό παραθύρι, που φέρνει τη δροσιά του πελάγου απ’ την Αγιά, το λιμανάκι του χωριού, και αρμυρίζει το υπνοδωμάτιο, μετά τον κάματο του τρύγου, πραγματική ευλογία. Δεν πολιοκοιμήθηκα. Έσπευσα στο Λουρί, μέσα στη ζέστη του απομεσήμερου, για το τελευταίο κολύμπι του καλοκαιριού.

Άλλης αίσθησης απόλαυση! Η αγκαλιά, η δροσερή αγκαλιά του Αιγαίου, η μυρωδιά της αρμύρας , το χάιδεμα του λεβάντε στο πρόσωπο, σαν χαιρετισμός ερωτικός του καλοκαιριού που φεύγει.

Σαν φιλί υπόσχεσης για  ανανέωση της συνάντησης με το “Σώμα του καλοκαιριού”, που υμνεί ο Οδυσσέας Ελύτης,

Σαν αρραβώνας για το ξανασμίξιμο με την θεϊκά σμιλεμένη ομορφιά του Αιγαίου, τα αρώματα της Λήμνου, μ’ ένα ποτήρι, αριστοτελικής προτίμησης, ευωδιαστό οίνο Λημνίας σταφυλής, ευφραίνοντος καρδίαν ανθρώπου!

*Μάρκος Μπόλαρης. Νομικός – Πρώην Υπουργός

 

Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο reformer.gr είναι προσωπικές και εκφράζουν τον συγγραφέα.

 

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post