Γράφει ο Γιάννης Γαβρίλης
Αν με ρωτήσετε, τι ‘’ρόλο’’ παίζει το Θέατρο στη ζωή μας, δεν θα απαντήσω.
Θεωρώντας πως μια θεατρική παράσταση και η θέαση της είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, που ενώ ο/η θεατής αποτελεί μέρος-μονάδα ενός συνόλου ατόμων που συν-παρακολουθεί μια παράσταση, οι γνώμες της κάθε μιας, του καθ’ ενός είναι διαφορετική, ως προς το τι είδε, τι κατάλαβε, τι του άφησε η παράσταση.
Υπάρχουν όμως παραστάσεις, κατ’ επέκταση θεατρικά έργα, που επιβάλλονται και λόγω της θεματικής του, αλλά κυρίως λόγω της απόδοσης. Το αποτέλεσμα που ενεργοποιείται και αναφέρεται ως ‘’η γνώμη των θεατών’’ να είναι ταυτόσημη.
Αυτό παρατήρησα (και λόγω επαγγελματικής.. διαστροφής παρατηρώ και τους/τις θεατές), να γεννάται και να εξελίσσεται επιβλητικά κατά την διάρκεια της παράστασης του έργου της Αυστραλής νομικού και θεατρικής συγγραφέως Suzie Miller, που έχει ανέβει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Θέατρο ‘’Πορεία’’ της οδού Τρικόρφων, με τίτλο ‘’Prima Facie’’ που σημαίνει, μεταφράζεται ως ‘’εκ πρώτης όψεως’’.
Όμως. Εκ πρώτης όψεως, δεν υφίσταται στην παράσταση που παρακολουθήσαμε και μας ταρακούνησε η υπεραπλούστευση!
Δεν υπάρχει εδώ, γιατί, η δομή, η θεατρική γραφή, όπως διδάσκεται και ακολουθείται από τους θεατρικούς συγγραφείς, ως εισαγωγή, πορεία εξέλιξης, μέση και τέλος, δεν υπάρχει με τη μορφή που επικρατεί.
Γιατί εδώ, ‘’παίρνει’’ τον θεατή, από την αρχή και τον οδηγεί με ένταση στην ύπαρξη μιας ανθρώπινης προσωπικότητας, επί τω προκειμένω, μιας γυναίκας που κτίζει την καριέρα της ως νομικός, με έπαρση αφηγείται (η παράσταση, το έργο είναι θεατρικός μονόλογος) τις επιτυχίες της στα δικαστήριά, τις επιτυχημένες αγορεύσεις της, που έχουν ως αποτέλεσμα την αθώωση του πελάτη της (ποιος νοιάζεται αν υποκρύπτεται ενοχή). Ο συνήγορός επιβάλλεται να την θέσει εν αμφιβόλω. Και αυτό του το προσφέρει το διεθνές νομικό σύστημα και οι νόμοι, όπως είναι γραμμένοι.
Η επιτυχημένη, λοιπόν, νομικός, Τέσσα Ένσλερ, η ηρωίδα του έργου, έχει και αρχές. Έχει και πίστη στο νομικό, δικαστικό σύστημα. Το υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο, όσο κι’ αν αυτό εμφανίζεται ως οξύμωρο. Αν και εθισμένη στην μοναδική βλέψη της, την αθώωση, ασκεί την συνηγορία, εντός των πλαισίων του Νόμου.
Η πορεία της ζωής της, καταγόμενη από χαμηλή κοινωνική τάξη, έχει ευτυχή εξέλιξη, ακόμη από τα χρόνια της στο Πανεπιστήμιο. Η ικανοποίηση της επιτυχημένης συνέχειάς της ζωής της, της αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί επάξια σε έναν ως επί τω πλείστων ανδροκρατούμενο χώρο.
Όμως. Να που η ανατροπή καιροφυλακτεί. Να που η ζωή της, η προσωπικότητα της, η ανέλιξη της, η πίστη της, τα ιδεώδη της, η γυναικεία φύση της και η σεξουαλικότητά της, όπως εκείνη την όριζε, θα ‘’βιαστούν’’.
Και εδώ βρίσκεται όλη η σημασία και η καταγγελτικότητα του έργου. Που δεν ‘’χαϊδεύει’’ ούτε την στάση της κοινωνίας που τις περισσότερες φορές λειτουργεί παροπιδικά, όσο και αυτό καθ’ εαυτό, νομικό σύστημα, το τοποθετεί στην αμφισβήτηση της λειτουργικότητας του.
Γιατί, αυτό το τόσο καταγγελτικό έργο ευτύχησε σε αυτό το ανέβασμα, στο Θέατρο ‘’Πορεία’’, ίσως να αναρωτιέστε…
Για την ικανότατη σκηνοθετική του προσέγγιση από τον Γιώργο Οικονόμου, (σε μετάφραση Δάφνης Οικονόμου) που είναι φανερό ότι το μελέτησε με την δέουσα προσοχή και κυρίως το ‘’ένοιωσε’’. Το ‘’γνώρισε’’ και το πρόβαλλε με την απαιτούμενη θεατρική του προβολή, χωρίς να υπερβάλλει στις οδηγίες του. Θα λέγαμε, ότι άφησε το έργο να τον οδηγήσει. Και γι’ αυτό από μεριάς του, επέτυχε σκηνοθετικά.
Άραγε, για την σκηνογραφική του απλότητα και λιτότητα, όπου τον σκηνικό χώρο αποτελούν ένα τραπέζι, μια καρέκλα και δυο οθόνες (Video Λουκάς Παλετσάκης) όπου με ευρηματικότητα προβάλλονται στιγμές από την καθημερινότητα της Τέσσα, από την ζωή της στο πατρικό της σπίτι, από τα δικαστήρια που δικηγορεί, (με επαναλαμβανόμενη την μορφή της Τυφλής Δικαιοσύνης με την ζυγαριά της!;), από τις μεταεργασιακές της εκδηλώσεις. Δημιουργία του εμπείρου Πάρι Μέξη;
Ή μήπως για την πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις που λειτουργούν υποβλητικά της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου, όπως και οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου;
Όλα αυτά συντελούν στην προβολή μιας εξαιρετικά επιβλητικής παράστασης που δεν θα ήταν αυτή που είδαμε αν δεν ήταν όμως, η δεσπόζουσα ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα.
Που κυριολεκτικά ξεπερνά τις συμβατικές, εντός πολλών κλισέ και προσωπικής μανιέρας, ερμηνείες. Εδώ η υποκριτική τέχνη της κ. Παπαληγούρα, δεν γνωρίζει την οριοθέτηση, δεν υπόκειται σε θεατρικές συμβάσεις, δεν αναλώνεται σε τετριμμένες υποκριτικές τεχνικές. Εδώ δεν υπάρχει τεχνική. Δεν υπάρχει θεατρική σύμβαση. Εδώ υπάρχει η ερμηνευτική αλήθεια σε όλη της την υπόσταση, υπάρχει η αληθινή συνύπαρξη της ηθοποιού με τον χαρακτήρα που καλέστηκε να ερμηνεύσει, εδώ υπάρχει η εκπληκτική ταύτιση. Δεν βλέπεις την κ. Παπαληγούρα να ερμηνεύει. Βλέπεις καθηλωτικά την υπέρβαση του ‘’υποκρίνομαι’’ με την αφοπλιστική αλληλουχία των υπαρκτών συναισθημάτων και των καταθέσεων τους. Εδώ καλείσαι ως θεατής να αναιρέσεις την ύπαρξη των θέσεων που κάθεσαι, να αναληφθείς σε μια άλλου είδους θεατρική και υποκριτική πραγματικότητα. Σε προκαλεί η κ. Παπαληγούρα να αναιρέσεις και να αναιρεθείς. Γιατί ακολουθώντας μεν, ένα κείμενο, κατά την διάρκεια της μιας ώρας και τριάντα λεπτών που διαρκεί η παράσταση-μονόλογος, δεν επιβάλλεται με θεατρικά-υποκριτικά τεχνάσματα, αλλά με όλη την ύπαρξη της, την ανθρώπινη υπόσταση της, με την σωματική της θεατρικότητα (υπό τις κινησιολογικές οδηγίες της Αγγελικής Τρομπούκη), με την εκφραστικότητα της, με την εκφορά του λόγου, τον επαναπροσδιορισμό στην Τέχνη της Υποκριτικής. Δεν σου αφήνει τα περιθώρια να σκεφτείς, να αντιδράσεις, να ‘’κουνηθείς’’, βρε αδελφέ, από την θέση σου. Σε καθηλώνει. Και αν το έργο βυθίζεται στα έγκατα του καταγγελτικού, η ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα αναδύεται και σε προσεγγίζει, για να σε κινητοποιήσει, να καταλάβεις το κυρίαρχο μήνυμα του έργου. Που με οδηγό τον σεξουαλικό βιασμό της Τέσσα, επί της ουσίας και μέσω αυτού αποκωδικοποιεί και ανατρέπει τραγικά το όλο σαθρό νομικό, δικαστικό υφιστάμενο σύστημα. Καθώς στο φινάλε της παράστασης, με τον δικό της απόλυτα προσωπικό και άκρως πειστικό τρόπο η κ. Παπαληγούρα, καταλήγει… ‘’κάτι, κάτι, κάτι, πρέπει να αλλάξει’’.
Μια παράσταση που μας αφορά. Μια παράσταση που απεμπολώντας τον διδακτισμό, ισορροπώντας μεταξύ του σατιρισμού και της τραγικότητας, εξ αρχής και ‘’ Prima Facie’’ (στη νομική ορολογία ‘’εκ πρώτης όψεως’’) σε προκαλεί και να θυμώσεις’’ και να νοιώσεις, έστω για λίγο αμήχανος/η που ‘’κλείνεις’’ τα μάτια στον ‘’οργανικό’’ νόμο και την αναποτελεσματικότητα του ως προς την καταδίκη της σεξουαλικής επιθετικότητας κατά των γυναικών.
Δευτέρα & Τρίτη 21:00, Κυριακή 21:15
Έξτρα παραστάσεις: Σάββατο 8, Σάββατο 15 & Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, 21:15
Μέχρι 15 Απριλίου
Συζήτηση σχετικά με post