του Γιάννη Γαβρίλη
Ήταν το 1897 όταν ο Άρτουρ Σνίτσλερ βάζει την τελευταία τελεία στο έργο του ”Το γαϊτανάκι του Ερώτα” (Reigen). Εκδίδεται το 1903 και ανεβαίνει για πρώτη φορά το 1920 στο Kleines Schauspielhaus den Berlin για να απαγορευτεί, μετά από δίκη για προσβολή ηθών και το 1921 ξανά ανεβαίνει στην Βιέννη οπού προκαλεί θύελλα αντιδράσεων από κληρικούς και συντηρητικούς με αποτέλεσμα να διακοπεί η παράσταση. Έτσι αναγκάζεται ο Σνίτσλερ να το αποσύρει αφού δέχτηκε ακόμη και απειλές για την ζωή του, για 25 χρόνια.
Οι εποχές όμως αλλάζουν, οι νοοτροπίες διαφοροποιούνται, η συντηρητικότητα αμβλύνεται και το έργο επανέρχεται μέχρι που το 1950 γυρίζεται και σε ταινία με τον τίτλο ”La ronde” (ο Γύρος) σε σκηνοθεσία Max Ophüls και με πρωταγωνιστές τους Anton Walbrook Simone Signoret Serge Reggiani.
Στην Ελλάδα και στην Κύπρο ανέβηκε αρκετές φόρες με τελευταία το 2019 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου.
Έκτοτε δεν έχει ξανά ανέβει, για να φτάσουμε στο τώρα, όπου μια ομάδα νέων ηθοποιών και μιας ευφάνταστης σκηνοθέτιδας, επαναφέρουν το έργο με έναν πρωτότυπο και ευρηματικό τρόπο.
Η σκηνοθέτις Αικατερίνη Παπαγεωργίου για μια ακόμη φορά καταθέτει την ευρηματικότητα της, την ικανότητα της να διαρρηγνύει τα όποια στεγανά και να παρουσιάζει την ουσία του έργου που καλείτε να ανεβάσει (δουλειές της έχουμε παρακολουθήσει και στο Θέατρο ”Μπέλλος”) για να οδηγήσει τους ηθοποιούς της, στην απολυτή υποκριτικότητα, με ερμηνείες που ξεχωρίσουν για την προσήλωση, την πειθαρχημένη και πειστική ερμηνευτικότητα, και την φρεσκάδα που έχουν ως νεαρά άτομα, ως νέοι ηθοποιοί.
Το ” Το Γαϊτανάκι του Πόθου ή πώς θα πλησιάσετε το ερωτικό αντικείμενο του πόθου σας” στο Θέατρο ”Σταθμός” της οδού Βίκτωρος Ουγκώ 55 στο Μεταξουργείο σε παραγωγή της Naif production. Είναι όχι μια επανάληψη του έργου του Σνίτσλερ, αλλά… μας προτείνουν (και μας προκαλούν) να παρακολουθήσουμε (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ευφροσύνη) την δική τους άποψη, σκηνοθετική και ερμηνευτική με μια φρέσκια ματιά, μια καινούρια προβολή, μια κεφάτη θεατρική κατάθεση. Πράγματι, νοιώθεις ως θεατής πως δεν βλέπεις μια παράσταση που έχουν προηγηθεί αναγνώσεις, συζητήσεις, πρόβες (ως είθισται) αλλά μια παράσταση που με το πάθος, την χαρά, την πίστη και την προσωπική ανάγκη τους να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό, κάτι καινούριο, κάτι αλλιώτικο από τις όποιες προηγηθείσες παραστάσεις διαφοροποιείτε. Και ναι, τα καταφέρνουν μια χαρά. Με την απλότητα (και όχι απλοϊκότητα ) στις εμφανίσεις τους επί σκηνής, τον αυθορμητισμό στις ερμηνείες τους που λες πως δεν ερμηνεύουν αλλά ”ζουν” την κάθε σκηνή που παίζουν. Και ναι, εδώ κι’ αν ταιριάζει απόλυτα το ”παίζω”. Μιας και το Θέατρο, είναι και ένα παιχνίδι…
Τέσσερεις ηθοποιοί και μια σκηνοθέτις που ανήκουν στην νεότερη γενιά, απαλλαγμένοι από τα όποια αυστηρά και ξεπερασμένα πρότυπα και τις πεπαλαιωμένες διδαχές, επιδίδονται σε μια κεφάτη απόδοση και προβάλουν παράλληλα και την ικανότητα τους και στην ”ακροβατική”. Όλα εκτυλίσσονται επάνω σε μια κινούμενη, περιστρεφόμενη κυκλική ξύλινη κατασκευή, με ακροβατική μαεστρία, πάνω σε ένα ”καρουζέλ”, έναν τροχό και αλλάζει τους χαρακτήρες που φέρνει και παίρνει πίσω τα ζευγάρια των δέκα επεισοδίων του έργου που θα επιδοθούν τελικά στην απολαυστική δύνη του Σεξ, στην σαρκική πρόκληση που χωρίς ενδοιασμούς θα αφεθούν στον συνεχή και ατέρμονο κύκλο του σαρκικού Ερώτα.
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου (βοηθός της η Αλεξάνδρα Μαρτίνη) με την ευρηματικότητα της ”παίζει” με τους χαρακτήρες του έργου, τους βάζει, δε, ξεκινώντας την παράσταση να περιστρέφονται ο ένας γύρω από την άλλη , να συναντιούνται και να χωρίζονται και το ίδιο θα συμβεί και στην τελευταία σκηνή. Και οι ηθοποιοί Απόστολος Καμιτσάκης, Γιώργος Πατεράκης, Θάλεια Συκιώτη και Μάγδα Τασούλα παίζουν με αυτό το ερωτικό ”Γαϊτανάκι”. Νομίζω δε, πως αυτό είναι και το θεατρικό τους ζητούμενο. Να παίξουν, να κλείσουν το μάτι και στον… συντηρητικό θεατή, να μη προσβάλουν όμως και για αυτό οι επί σκηνής περιπτύξεις τους (θυμίζουν γλυπτικά σύνολα ), είναι τόσο εικαστικές, τόσο αξιοπρεπείς, μα και τόσο κωμικές. Και ένα άλλο εύρημα. Ένα μάτι που προβάλλεται στο πίσω μέρος της σκηνής να παρακολουθεί τις περιπτύξεις. Να παίρνει μάτι, ούτως ειπείν! Όσο για το άλλο ζητούμενο τους; Είναι να προκαλέσουν και τον γέλωτα που τόσο ομορφαίνει την ζωή μας. Και τα καταφέρνουν, επαναλαμβάνω, ”μες’ την καλή χαρά”. Απολαμβάνουν αυτό που παριστάνουν και έτσι το απολαμβάνουν και οι θεατές.
Το πρωτότυπο σκηνικό σχεδιασμένο από την Λίνα Μότσιου, τα κοστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα, ο Σχεδιασμός του φωτισμού του Κωστή Μουσικού, ο Σχεδιασμός ήχου του Δημήτρη Ροΐδη, η έξοχη (αναφέρθηκα ανωτέρω σε αυτήν) κινησιολογία της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη, τα Οπτικά εφέ του Πέτρου Πρίντεζη.
Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Μια παράσταση για όσους δε φοβούνται να ακούσουν,
αλλά κυρίως να πουν τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα.


Συζήτηση σχετικά με post