Του Μάρκου Μπόλαρη*
Έμεινε χήρα στα είκοσι επτά της χρόνια.
Ο όμορφο Κωνσταντής της έσπευσε εξοδεύων εις Χώραν ζώντων, υποκύψας στην λοιμική αρρώστια, που θέριζε αδιάκριτα νιούς και γέρους και γιά την εξευμενίσουν την είπαν ευλογιά. Ήταν τότε ακόμη οι Αγαρηνοί στην Λήμνο. Έριξαν λιωμένο ασβέστη πάνω από το κιβούρι του μέσα στο μνήμα, στο κοιμητήρι του Προφήτη Ηλία, για να απολυμάνουν. Τα υγειονομικά και γάρ μέτρα της εποχής, μερίμνη του επιβλέποντος τζαντερμά, ήγουν του τούρκου χωροφύλακα, του σπεύσαντος από το Μούδρο, όπως όριζε η Μεγάλη Πύλη.
Την κατέλιπε με τέσσερα ορφανά, όλα αγόρια, γεννημένα σχεδόν ανά χρόνο.
Δεν ήταν που έχασε το στήριγμά της, δεν ήταν που βρέθηκε όμορφη και νιά χήρα μονάχη, δεν ήταν που έπρεπε να μεγαλώνει σαν μάννα τα ορφανά, ήταν που τώρα, σε καιρούς δίσεκτους, μέσα στη ανελέητη φτώχεια, έπρεπε ξαφνικά, θέλοντας και μη, να σταθεί όρθια και σαν άνδρας στο πόδι του εκλιπόντος συζύγου-πατέρα και σαν μάννα, σαν γυναίκα που είχε να αντιπαλέψει μ΄ όλες τις αγροτικές δυσκολίες και τις γεωργικές δουλειές κι όλες τις αντιξοότητες στη μικρή κοινωνία της Φισίνης, στη νοτιοανατολική άκρη της Λήμνος, σ’ ευλογημένο τόπο που τον δροσίζει από τρείς πλευρές η θάλασσα, τόπο ζωσμένο από το γαλάζιο του βόρειου Αιγαίου, που τον ευωδιάζει το θυμάρι και η ρίγανη, η αρμύρα κι το ιώδιο, αντίκρυ απ΄ τη Μικρασία, στην ίδια αρχαία γειτονιά με την Τένεδο και την Ίμβρο, πάνω στη ρότα για τον Ελλήσποντο, το προαιώνιο θαλασσινό πέρασμα προς την Μαύρη Θάλασσα και την Βασιλεύουσα.
Της στάθηκαν , της παραστάθηκαν , την στήριξαν όσο είχαν δυνάμεις κι ο γέρο Νικόλας ο Μαρμαράς, ο πεθερός της, που το ξωκλήσι του Άη Νικόλα στην Αγιά, στο μικρολίμανο με το ανοιχτό πρόσωπο στις πνοές του βοριά, είχε ανεγείρει κι αφιερώσει στον προστάτη των θαλασσινών αλλά και των χηρών και των ορφανών, κι αυτός ο ίδιος με οχτώ – δέκα παιδιά , που και Λαδά τον φώναζαν, καθώς δούλευε τον μοναδικό λαδόμυλο της περιοχής, μύλο πού άλεθε το ποιοτικό πολυτραγουδισμένο σήσαμι της Λήμνου για το σησαμόλαδο και το ταχίνι των φτωχών νησιωτών, που πάλευαν σε μια χούφτα γής να αναστήσουν τα παιδιά τους από τον καιρό του Ήφαιστου, κι από δίπλα κι ο μπάρμπα Χαράλαμπος ο Βαρελτζής, ο πατέρας της Σεβαστής, μέσα στη δικιά του ανημπόρια και φτώχεια, αλλά μ’ όλη του την έγνοια, με περισσή την στοργή, και την αγάπη που δεν έκρυβε, αγάπη και για την κόρη που πάλευε στα ίσια τις φουρτούνες της ζωής, κι αγάπη πλουσιοπάροχη για τα κούτσικα, τον Αργύρη και τον Αναστάση, τον Γιάννη και τον Μιλτιάδη, που τους έλαχε να μην γνωρίσουν πατέρα. Κι αυτή αεικίνητη από τα χωράφια στ΄ αμπέλια, στο βουνό και στον κάμπο, στα πρόβατα και τις κατσίκες, σαν άντρας να οργώσει, να σπείρει, να θερίσει, ν΄ αλωνίσει, να κλαδέψει, να τρυγήσει, να βγάλει στη βοσκή, να μαζέψει χόρτα, να γιαλώσει για χταπόδια και πεταλίδες, να φροντίσει τα ορφανά της, ορφανά που στερήθηκαν τη σκιά της προστασίας του πατέρα τους, ορφανά που τους έλειπε το χάδι και το κανάκεμα της πολυάσχολης μάνας.
Κι ήταν τότε που αγκυροβόλησε περήφανο ένα καράβι, που το χορήγησε στην Ελλάδα ένας αιγυπτιώτης έμπορος, που πλούτιζε με την καλλιέργεια και τις εξαγωγές του βαμβακιού στην Αλεξάνδρεια της Αίγυπτος, ένα ακαταμάχητο για την εποχή του πολεμικό, η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου, το Θωρηκτό Αβέρωφ, κι ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης στο κουμάντο , καθώς άρχιζαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, για να απελευθερώσει τη Λήμνο, που είχε να ιδεί Ρωμέικο στρατό, από την δύσκολη εποχή που ο Κωνσταντίνος, Παλαιολόγος ο Δραγάτσης, έπλεε από τον Μυστρά προς την Βασιλεύουσα για να αναλάβει το στέμμα του Αυτοκράτορα της Ρωμέικης Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος που ένοιωθε ότι τούτο το στέμμα ήταν ακάνθινο στεφάνι ματωμένο και πώς η ρότα στην οποία έπλεε ήταν σαν την πορεία του Χριστού, στην Προδοσία, τα Πάθη, την Ταπείνωση , τον Σταυρό, τον Τάφο ! Κι εδώ στη Λήμνο, που ο θρακιώτης αμείλικτος βορέας, που τον είχε φοβηθεί κι ο Όμηρος και ζωντανά τον περιγράφει στα θεμελιακά κείμενα της ελληνικής γλώσσας, εδώ στη Λήμνο είχε αγκυβολήσει, είχε καταφύγει ακριβολογώντας πιεσμένος από την δριμύτητα του καϊκία κι ο Κωνσταντίνος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Ρωμέικης Αυτοκρατορίας, δύο χρόνια προτού πέσει νεκρός, αθανατίζων την μνήμη του, ακοίμητος φρουρός στις επάλξεις της ψυχής της Ρωμιοσύνης, μαχόμενος στην Πύλη του Ρωμανού. Κι ήταν τούτη η αδυσώπητη καταιγίδα που τάραξε την εγκυμονούσα σύζυγο του Κωνσταντίνου, την Αικατερίνα Γατελούζου, ώστε δεν της επέπρωτο να φθάσει στην Πόλη, αλλά να χάσει τ΄ αμφότερα, και το βρέφος και την ζωή της και να ταφεί στην Λήμνο. Λοιπόν, από τον καιρό που είχε αποπλεύσει ο Κωνσταντίνος για την Πόλη στα 1451, από τότε είχε να ελλιμενιστεί ελληνικό πολεμικό καράβι στη Λήμνο. Κι ήταν τώρα ο Αβέρωφ! Ελευθερωτής! Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια!
Τα ορφανά μεγάλωναν και στο μικρό σχολειό, απέναντι απ΄ την Εκκλησιά του Άη Γιάννη του Πρόδρομου, που ασκητής λιτός κι απέριττος σαν τους χωριανούς φρόντιζε στους αιώνες την μάνδρα του, το σχολειό απέναντι απ΄ το λιθοπελεκημένο με κέφι και μεράκι από λιθοξόους μαστόρους καμπαναριό του Ναού, το μικρό ομορφοχτισμένο σχολειό δίπλα από το πηγάδι του Άη Γιάννη, το πηγάδι σημείο αναφοράς του χωριού στη μικρή πλατεία, στο ελληνικό σχολειό μορφωνόταν για τα στοιχειώδη που τους ήταν απαραίτητα για τον ανηλεή αγώνα της ζωής ! Μοιραζόντουσαν τα γράμματα μαζί με την φτώχεια, τις γνώσεις μαζί με την ανέχεια, την ευλάβεια μαζί με την εγκράτεια, και καθώς αρχίσαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της πάλης της μάνας, να τρέχουν καταπόδι της και να βοηθούν, να μοιράζονται λίγο – λίγο τον μόχθο και τον κάματό της, τουλάχιστον στον μερακλίδικο μπαξέ της, με το πετροκαλυβούδι και τον περήφανο αθάνατο φυτό που υψωνόταν σαν λάβαρο ομορφιάς, δίπλα στο πηγάδι, όπου με κέφι κι ιδρώτα καλλιεργούσε όλα τα χρειώδη λαχανικά για την οικογένεια, από τα μαρούλια του Μάρτη μέχρι τα λάχανα και τα πράσα του Νοέμβρη.
Τότες, ήρθαν τα εγγλέζικα τα βαπόρια!
Γέμισε ο κόλπος του Μούδρου πολεμικά. Γέμισε ένα γύρο το νησί περιπολίες . Και στις είκοσι τέσσερες του Απρίλη ξεκίνησαν νύχτα για την απόβαση στην χερσόνησο της Καλλίπολης, στις είκοσι πέντε χαράματα άρχισε η απόβαση των στρατευμάτων των Συμμάχων, Ινδών και Αυστραλών, Νεοζηλανδών κι άλλων από τις αποικίες, σ΄ έναν τόπο που είχαν οχυρώσει οι Γερμανοί για να αποκλείσουν τα Στενά, τον Ελλήσποντο ώστε να στερήσουν, καθώς κορυφωνόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, την Ρωσία από τον εφοδιασμό με τρόφιμα και όπλα, συντελώντας έτσι όχι μόνον στην συντριβή του σχεδίου του Υπουργού Ναυτικών της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ και σε μια απόλυτη στρατιωτική συντριβή στην χερσόνησο της Καλλιπόλεως, αλλά και , εμμέσως πλην σαφώς, να συμβάλλουν στην έκρηξη κι επικράτηση της Οκτωβριανής Επαναστάσεως στη αποκομμένη από εφόδια Ρωσία. Τις επόμενες ημέρες τα βοηθητικά πλοία του Συμμαχικού Στόλου μετέφεραν τους τραυματίες των μαχών, χιλιάδες τραυματίες, στα στρατιωτικά νοσοκομεία που είχαν στηθεί στη Λήμνο. Η Λήμνος ήταν το σημείο ανεφοδιασμού των μαχομένων, ο χώρος για την ανάπαυση των μονάδων που αποσύρονταν από τα σφαγεία των μαχών, το πεδίο ανασυγκρότησης κι ανασύνταξης των πολεμιστών, η αφετηρία των νεοαφικομένων, η υποδοχή κι η νοσηλεία των τραυματισμένων, η γη της αιώνιας ανάπαυσης των ηρωικά πεσόντων!
Κι η Σεβαστή, νια και χήρα, με τέσσερα παιδιά να θρέψει, καβάλησε το γαϊδουράκι της, ανηφόρισε τα γνωστά μονοπάτια του όμορφου βουνού της περιοχής και κατηφόρισε στο Μούδρο, όπου ο στρατωνισμός των Συμμαχικών στρατευμάτων. Κι άλλες, πολλές γυναίκες, απ΄ όλο το νησί, παρούσες, να φορτώσουν τα γαϊδουρέλια με άπλυτα, με λερά ρούχα, με ματωμένα και σκισμένα στρατιωτικά ενδύματα και να επιστρέψουν στο χωριό. Να ξεφορτώσουν τα ρούχα και να ξαναπάνε στο βουνό να μαζέψουν αστιβιές και ξερόκλαδα για την φωτιά στα καζάνια της πλύσης, να φορτώσουν πάλι το φιλότιμο γαϊδουράκι και πάλι πίσω. Πλύσιμο όλη νύχτα ! Με τη στάχτη, ως λευκαντικό και απορρυπαντικό! Να τα απλώσουν και να ΄ναι τυχερές να φυσά να στεγνώσουν. Να τα ψευτοσιδερώσουν, να τα στοιβάξουν στο υποζύγιο και πάλι στο Μούδρο δυόμισυ – τρείς ώρες με τα πόδια και πάλι πίσω πάλι με τα πόσια, πάλι με φορτωμένο το ζώο. Ξαγρυπνησμένη, ξεθεωμένη από τις πεζοπορίες, από τον δύσκολο κάματο της πλύσης, του σιδερώματος, της μεταφοράς, από την αναφαγιά, αλλά με το κεφάλι ψηλά, με την ικανοποίηση ότι πριν επιστρέψει στο χωριό πήγαινε στα εμπορικά του Μούδρου για την προμήθεια όσων ήταν απαραίτητα για τα ορφανά της, τα ορφανά που την περίμεναν λουφάζοντας στο σκαλί των αγίων Αναργύρων, του παρεκκλησιού κοντά στον δρόμο για τον Μούδρο, που την ανέμεναν υπομονετικά και ξεχύνονταν σε υποδοχή , ξυπόλυτα, μόλις στη στροφή φαινόνταν το κουρασμένο φορτωμένο ζώο κι η εξουθενωμένη μάννα, κοιτώντας την στα χέρια, στα χέρια!
Μάνν , Μήτι βρώσιμον έχετε φαγείν; Αρχαίο το ερώτημα, πανάρχαια η αγωνία! Άχρι του νυν.
Ηρωικές οι μάχες στο μέτωπο, ηρωικές και στα μετόπισθεν!
Συνήθως εστιάζουμε στις πρώτες.
Τις θυσίες, τους αγώνες, τους κόπους και τους όχθους, τον κάματο και τις αγρυπνίες, τις αγωνίες και τις στερήσεις της Σεβαστής, κάθε Σεβαστής, ποιος τους σεβάστηκε; Ποιος τους ύμνησε, ποιος τους τίμησε;
Την έχω στο μυαλό μου τούτες τις μέρες,
τις πρώτες μέρες του Μάη που τα βρετανικά πλοία μετέφεραν τους πρώτους βαριά τραυματισμένους από την απέναντι χερσόνησο της Καλλίπολης,
τις πρώτες μέρες του Μάη που γιαλώνουν στη Λήμνο κοπάδια – κοπάδια τα μελανούρια που κατεβαίνουν απ’ τη ψαρομάννα τη Μαύρη Θάλασσα,
τις πρώτες μέρες του Μάη που ξεκίνησε η Σεβαστή για τον Μούδρο την επιχείρηση του ξενοπλυσίματος των ματωμένων και λερών ρούχων των εγγλέζων φαντάρων αντί πινακίου φακής,
τούτες τις μέρες με την γιορτή της Μάνας,
αυτήν θυμούμαι την μάννα, που ανάθρεψε παλεύοντας τα τέσσερα ορφανά της, εκ των οποίων ο “ιμκρός της”, ήταν ο εκ μητρός παππούς,
τούτες τις ανοιξιάτικες μέρες,
με την γιορτή των Μυροφόρων γυναικών,
που αχάραγα, όρθρου βαθέως, σκοτίας έτι ούσης, κινήθηκαν για να μυρώσουν το Σώμα του Ζωοδότου, κι εύρον Άγγελον καθήμενον, τι ζητείτε ερωτούντα, Ιησούν τον Ναζαρηνόν, ηγέρθη ουκ έστιν ώδε,
αυτήν που δε γνώρισε ανάπαυση και ουκ έδωκε ύπνον τοις βλεφάροις αυτής, που την νύχτα έκανε μέρα, σε μια άοκνη μυροφόρο υπηρεσία προκειμένου να αναστήση και να βγάλει στην κοινωνία τα αγόρια της,
γι αυτό στον Άη Γιάννη , τον αγαπημένο της, αύριο Κυριακή των Μυροφόρων Γυναικών,
θα της ανάψω ένα μελισσοκέρι άμετρης ευγνωμοσύνης.
*Μάρκος Μπόλαρης. Νομικός – Πρώην Υπουργός
Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο reformer.gr είναι προσωπικές και εκφράζουν τον συγγραφέα.
Συζήτηση σχετικά με post