Το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε προς συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων τον Κρατικό Προϋπολογισμό του έτους 2023.
Ο Προϋπολογισμός του 2023 καταρτίστηκε υπό συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Καλείται να συγκεράσει προκλήσεις που αφορούν την ενεργειακή κρίση, την πληθωριστική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την υγειονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες στο σύστημα υγείας, αλλά και τις επιπλέον, έναντι του 2019 και παρελθόντων ετών, δαπάνες για την αναγκαία αμυντική θωράκιση της χώρας. Την ίδια στιγμή καλείται να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, σε χρονιά διεθνούς επιβράδυνσης ή και ύφεσης, αλλά και να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ζωής και της ευημερίας όλων των πολιτών.
Είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2023, είναι αυξημένοι και συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές προκλήσεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, τις τιμές της ενέργειας και των καυσίμων και την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από τα δημοσιονομικά μέτρα της πολιτείας. Ως αποτέλεσμα, για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,6%, σχεδόν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έναντι 5,3% που είχε προβλεφθεί στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, 4,5% που είχε προβλεφθεί στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022, τη στιγμή που ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται να αυξηθεί κατά 9,7%, εν μέσω διεθνών πληθωριστικών πιέσεων. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω και να διαμορφωθεί σε 12,7%, έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον Προϋπολογισμό του 2022.
Το θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα υποστηρίχθηκε εντός του 2022 από δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,8 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, μέτρα ύψους 4,4 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και μεταρρυθμίσεις προς όφελος των πολιτών, όπως ενδεικτικά είναι η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% συνολικά μέσα στο 2022, η μόνιμη και σημαντική μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), η επέκταση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών, η μείωση του τέλους κινητής τηλεφωνίας, η διπλή οικονομική ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα και τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης.
Για το 2023, υπό τις εξαιρετικά αβέβαιες συνθήκες διαμόρφωσης προβλέψεων, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, έναντι 6,1% της Ευρωζώνης και 7,0% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,8%, έναντι μόλις 0,3% που εκτιμάται για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Προϋπολογισμός του 2023 συνοδεύεται για δεύτερο έτος από τον προϋπολογισμό Επιδόσεων, επεκτείνοντας το πλαίσιο αξιολόγησης των προγραμμάτων των φορέων μέσω επιπλέον δεικτών μέτρησης (Key Performance Indicators) και δράσεων εξοικονόμησης δαπανών, αλλά και επέκτασης της αξιολόγησης του περιβαλλοντολογικού αποτυπώματος πολιτικών των φορέων. Επιπλέον, η λειτουργική ταξινόμηση που εισήχθη πέρυσι σε πρώτο βαθμό, επεκτείνεται στον δεύτερο βαθμό, ώστε να υπάρχει αναλυτική πληροφόρηση της κατανομής των δαπανών ανά τομέα λειτουργίας του κράτους.
Ο Προϋπολογισμός του 2023 είναι ο πρώτος Κρατικός Προϋπολογισμός τα τελευταία δώδεκα έτη, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας. Συνεπώς πλέον, όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη απεικονίζονται μόνο με την κοινή μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ESA) και παραλείπονται πλέον εκτιμήσεις κατά πρόγραμμα.
Το γεγονός αυτό, ωστόσο, καταδεικνύει την εθνική ευθύνη απέναντι στις θυσίες των πολιτών τα τελευταία δώδεκα έτη, αλλά και στη νέα γενιά, να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, βασιζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις, ακόμη και σε περιόδους αντίξοων διεθνών συγκυριών, όπως αυτή που διανύουμε. Οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αναφορικά με το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης, ήτοι ελλείμματος 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ για το 2023, αναθεωρούνται σε έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023. Με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η δημοσιονομική ισορροπία για την εν λόγω περίοδο και διοχετεύονται οι απαραίτητοι πόροι, έχοντας χτίσει με διορατικότητα ασφαλή ταμειακά διαθέσιμα, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων κατά το νέο έτος.
Στο ανωτέρω αποτέλεσμα, για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,1 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους και 1,1 δισ. ευρώ από συγχρηματοδοτούμενους πόρους, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης του αυξημένου πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης.
Επιπλέον, για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,6 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 440 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,7 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρθηκε, η αβεβαιότητα γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που δυσχεραίνει τη διενέργεια ασφαλών προβλέψεων παγκοσμίως. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό όπλο οικονομικής άμυνας της χώρας είναι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, κατευθύνοντας τους πόρους που είναι διαθέσιμοι, στον μετριασμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού στην ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Παράλληλα, η τήρηση των ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων είναι το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2023
Ο Προϋπολογισμός του 2023 καταρτίστηκε υπό συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Καλείται να συγκεράσει προκλήσεις που αφορούν την ενεργειακή κρίση, την πληθωριστική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την υγειονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες στο σύστημα υγείας, αλλά και τις επιπλέον, έναντι του 2019 και παρελθόντων ετών, δαπάνες για την αναγκαία αμυντική θωράκιση της χώρας. Την ίδια στιγμή καλείται να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, σε χρονιά διεθνούς επιβράδυνσης ή και ύφεσης, αλλά και να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ζωής και της ευημερίας όλων των πολιτών.
Είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2023, είναι αυξημένοι και συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές προκλήσεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, τις τιμές της ενέργειας και των καυσίμων και την Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική.
Ωστόσο, η Ελληνική οικονομία έχει επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από τα δημοσιονομικά μέτρα της πολιτείας. Ως αποτέλεσμα, για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,6%, σχεδόν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έναντι 5,3% που είχε προβλεφθεί στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, 4,5% που είχε προβλεφθεί στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022, τη στιγμή που ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται να αυξηθεί κατά 9,7%, εν μέσω διεθνών πληθωριστικών πιέσεων. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω και να διαμορφωθεί σε 12,7% έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον Προϋπολογισμό του 2022.
Το θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα υποστηρίχθηκε εντός του 2022 από δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,8 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, μέτρα ύψους 4,4 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και μεταρρυθμίσεις προς όφελος των πολιτών, όπως ενδεικτικά είναι η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% συνολικά μέσα στο 2022, η μόνιμη και σημαντική μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), η επέκταση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών, η μείωση του τέλους κινητής τηλεφωνίας, η διπλή οικονομική ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα και τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης.
Για το 2023, υπό τις εξαιρετικά αβέβαιες συνθήκες διαμόρφωσης προβλέψεων, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, έναντι 6,1% της Ευρωζώνης και 7,0% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,8%, έναντι μόλις 0,3% που εκτιμάται για το μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Προϋπολογισμός του 2023 συνοδεύεται για δεύτερο έτος από τον Προϋπολογισμό Επιδόσεων, επεκτείνοντας το πλαίσιο αξιολόγησης των προγραμμάτων των φορέων μέσω επιπλέον δεικτών μέτρησης (Key Performance Indicators) και δράσεων εξοικονόμησης δαπανών, αλλά και επέκτασης της αξιολόγησης του περιβαλλοντολογικού αποτυπώματος πολιτικών των φορέων. Επιπλέον, η λειτουργική ταξινόμηση που εισήχθη πέρυσι σε πρώτο βαθμό, επεκτείνεται στο δεύτερο βαθμό, ώστε να υπάρχει αναλυτική πληροφόρηση της κατανομής των δαπανών ανά τομέα λειτουργίας του κράτους.
Ο Προϋπολογισμός του 2023 είναι ο πρώτος κρατικός προϋπολογισμός τα τελευταία δώδεκα έτη, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας. Συνεπώς πλέον, όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη απεικονίζονται μόνο με τη κοινή μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ESA) και παραλείπονται πλέον εκτιμήσεις κατά πρόγραμμα.
Το γεγονός αυτό ωστόσο, καταδεικνύει την εθνική ευθύνη απέναντι στις θυσίες των πολιτών τα τελευταία δώδεκα έτη, αλλά και στη νέα γενιά, να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, βασιζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις, ακόμη και σε περιόδους αντίξοων διεθνών συγκυριών, όπως αυτή που διανύουμε. Οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αναφορικά με το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης, ήτοι ελλείμματος 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ για το 2023, αναθεωρούνται σε έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023. Με αυτό τον τρόπο διατηρείται η δημοσιονομική ισορροπία για την εν λόγω περίοδο και διοχετεύονται οι απαραίτητοι πόροι, έχοντας χτίσει με διορατικότητα ασφαλή ταμειακά διαθέσιμα, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων κατά το νέο έτος.
Στο ανωτέρω αποτέλεσμα, για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,1 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους και 1,1 δισ. ευρώ από συγχρηματοδοτούμενους πόρους, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης του αυξημένου πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης.
Επιπλέον, για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,6 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 440 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,7 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρθηκε η αβεβαιότητα γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που δυσχεραίνει τη διενέργεια ασφαλών προβλέψεων παγκοσμίως. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό όπλο οικονομικής άμυνας της χώρας είναι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, κατευθύνοντας τους πόρους που είναι διαθέσιμοι, στον μετριασμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού στην Ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Παράλληλα, η τήρηση των ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων είναι το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπεται να επιδεινωθούν, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού ο οποίος περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα και την ιδιωτική κατανάλωση και λόγω της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως η οποία αναμένεται να επιβαρύνει τις ανεπτυγμένες οικονομίες και να προκαλέσει επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών για τις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά και των αβέβαιων προοπτικών της κινέζικης οικονομίας που οφείλονται κυρίως στην πανδημία και στην αναταραχή στον τομέα των ακινήτων. Το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της παγκόσμιας οικονομίας, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, συνεχίζει να επιβραδύνεται με ασύμμετρες επιπτώσεις μεταξύ των οικονομιών και προβλέπεται να ανακάμψει από το 2024, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να αποκλιμακωθούν.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2022), η οικονομία της ΕΕ βρίσκεται σε σημείο καμπής και οι προοπτικές της έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά. Εν μέσω υψηλής αβεβαιότητας, οι αυξημένες πιέσεις της ενέργειας, η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, το ασθενέστερο εξωτερικό περιβάλλον και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης αναμένεται να οδηγήσουν την ΕΕ και την Ευρωζώνη σε σημαντική επιβράδυνση. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να συρρικνωθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέλος της το 2023. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για την ΕΕ και την Ευρωζώνη εκτιμάται σε 3,3% και 3,2% αντίστοιχα το 2022 και προβλέπεται να διαμορφωθεί μόλις σε 0,3% το 2023 τόσο για την ΕΕ όσο και για την Ευρωζώνη έναντι 5,4% και 5,3% αντίστοιχα το 2021.
Για το σύνολο του πρώτου εξαμήνου του 2022, η επίδραση της ενεργειακής κρίσης στα μεγέθη των εθνικών λογαριασμών είναι μικρότερη της αρχικής εκτίμησης, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,8% σε ετήσια βάση. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην ισχυρή δυναμική της ελληνικής οικονομίας που είχε δημιουργηθεί πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ενισχυμένη από τη συσσώρευση αποταμιεύσεων καθώς και από την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων κατά της ακρίβειας. Οι ευνοϊκές εξελίξεις για τον ρυθμό ανάπτυξης του πρώτου εξαμήνου οδηγούν σε εκτιμήσεις για υψηλότερη ανάπτυξη το 2022 σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, ενώ μικρή ανοδική αναθεώρηση προκύπτει και έναντι του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού, σε 5,6% από 5,3% προηγουμένως. Η τελευταία αναθεώρηση αντικατοπτρίζει την κατ’ εκτίμηση καλύτερη επίδοση των πραγματικών εξαγωγών υπηρεσιών στο σύνολο του έτους, προς την οποία συμβάλλει ο κλάδος του τουρισμού με ονομαστικές εισπράξεις οι οποίες εκτιμώνται πλησίον (97,4%) του επιπέδου του 2019.
Το 2023 η ενεργειακή κρίση και οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα συνεχίσουν αναπόφευκτα να επιδρούν στην ελληνική οικονομία τόσο μέσω των καναλιών του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας, όσο και μέσω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη οριακά πάνω από το επίπεδο της στασιμότητας.
Παρόλα αυτά η ελληνική οικονομία, έχοντας το 2022 σχεδόν ανακτήσει τις απώλειες λόγω της πανδημίας για τις βασικές οικονομικές μεταβλητές από την πλευρά της παραγωγής, της ζήτησης και του εισοδήματος, προβλέπεται να συνεχίσει σε τροχιά ανάπτυξης το 2023, με ρυθμό που αντανακλά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης απέναντι στην ενεργειακή κρίση.
Ο αντίκτυπος της κρίσης πληθωρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται διαχειρίσιμος αν συνυπολογιστούν κάποια σημαντικά δεδομένα, όπως είναι η κατάταξη της Ελλάδας στις πρώτες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την κατανομή, εκταμίευση και απορρόφηση πόρων του ΤΑΑ, η συνεχιζόμενη ισχυρή στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από την ελληνική κυβέρνηση έναντι της ενεργειακής ακρίβειας, τα νέα μόνιμα αναπτυξιακά μέτρα από το 2023 και η προϋπάρχουσα της ενεργειακής κρίσης εύρωστη δυναμική της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης.
Την ίδια στιγμή το 2023 είναι το πρώτο έτος κατά το οποίο η ελληνική οικονομία θα λειτουργήσει εκτός της στενής δημοσιονομικής επιτήρησης που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Το γεγονός αυτό δίνει σήμα αναβάθμισης των οικονομικών προοπτικών της χώρας αποτελώντας μοχλό προσέλκυσης επενδύσεων και φέρνοντας τη χώρα πιο κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, δεδομένου, μεταξύ άλλων, του χαμηλού κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, του σημαντικού ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αλλά και των συνετών δημοσιονομικών πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, το 2023 ο δημοσιονομικός σχεδιασμός αναμένεται να κινηθεί σε συγκριτικά στενότερα περιθώρια έναντι της μεγάλης δημοσιονομικής επέκτασης που ακολουθήθηκε για τις κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας την περίοδο 2020 – 2022. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική, που στήριξε την ανάκαμψη σχήματος «V» της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να φέρει μακροοικονομικά οφέλη και στο 2023.
Οι αυτόματοι σταθεροποιητές της ελληνικής οικονομίας, που στην παρούσα συγκυρία δρουν προς αποφυγή μιας μεγάλης επιβράδυνσης της ανάπτυξης, ενισχύονται από το 2023 με τα νέα μέτρα ελάφρυνσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τη μόνιμη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών περίπου 2,2 εκατ. εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, με επέκταση του μέτρου στο δημόσιο και στους συνταξιούχους.
Πέραν αυτών των δύο μέτρων, τα νέα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας με έναρξη εφαρμογής το 2023, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο 2023, την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), τη διευθέτηση μισθολογικών αιτημάτων των ενόπλων δυνάμεων, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), την αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και του τέλους επιτηδεύματος, την αναστολή του ΦΠΑ για νέες οικοδομές και το συνολικό πλαίσιο δράσεων στήριξης της στέγασης, με επίκεντρο τη νέα γενιά.
Από την άνοιξη του 2023, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενδυναμωθεί στη βάση των ως άνω μέτρων και της βαθμιαίας υποχώρησης του ρυθμού αύξησης του δείκτη τιμών. Σταδιακά μέσα στο 2023 οι διεθνείς τιμές στο πετρέλαιο αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω, ενώ το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα συνεχίσει να επιδοτείται και οι συνέπειες της πανδημικής περιόδου στη λειτουργία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας αναμένεται να έχουν πλέον εξαλειφθεί.
Ωστόσο, η μετακύλιση του ενεργειακού κόστους σε αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία οι τιμές τείνουν να αλλάζουν αργά, αναμένεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός πληθωρισμού το 2023 προβλέπεται ηπιότερος έναντι του 2022, αλλά αυξημένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023 (από 3% σε 5%). Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί το 2023, κατά μέσο όρο, σε 7,0% στην ΕΕ και 6,1% στην Ευρωζώνη.
Η προσήλωση στην υλοποίηση απορρόφησης των πόρων του ΤΑΑ αναμένεται να φέρει αύξηση της ετήσιας συμβολής του στην ανάπτυξη στις 1,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2023. Η ανωτέρω υλοποίηση προβλέπεται ότι θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό επενδύσεων του 2023, των οποίων ο όγκος προβλέπεται κατά 15,5% υψηλότερος έναντι του 2022, και τον σημαντικό παράγοντα στήριξης της ανθεκτικότητας της αγοράς εργασίας που θα συντελέσει στη μείωση της ανεργίας κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, σε ποσοστό 12,6%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η πρόβλεψη για την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 ανέρχεται σε 1,8%, χαμηλότερα έναντι του 2022, αλλά σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,3% σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).
Συζήτηση σχετικά με post