Τσέζαρις Γκραουζίνις: Η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή θα μπορούσε να ακουστεί αρκετά προκλητική και αναζωογονητική σήμερα…

Σχόλιο

Συνέντευξη στον Γιάννη Γαβρίλη

Ενώ βρίσκεται εν εξελίξει η περιοδεία της ”Αντιγόνης” του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις.

Πριν την συνέντευξη.

Συνήθως οι συνεντεύξεις με τους συντελεστές μιας παράστασης δίδονται πριν από  την παρουσίαση της. Και αυτό συμβαίνει (και ας μη κρυβόμαστε) για την προβολή της, για να γνωρίσει το κοινό που θα θελήσει να την παρακολουθήσει, τι θα δει και να γνωρίζει επίσης την ή τις απόψεις των δημιουργών της.

Πολλές φορές αυτές οι συνεντεύξεις-συζητήσεις  έχουν ενδιαφέρον καθώς, από την μια καταθέτονται ή περιγράφονται οι ιδέες των συντελεστών μιας παράστασης γι’ αυτήν… ή (συνήθως του σκηνοθέτη) η αφορμή που τον κινητοποίησε να ασχοληθεί, να ανεβάσει ένα συγκεκριμένο έργο, και με την ανάγνωση-μελέτη του, τι του αποκαλύφθηκε και κυρίως πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται το ανέβασμα του, την προσωπική του (σκηνοθετική) άποψη, τις καινούριες συνιστώσες που θα δημιουργήσει, ώστε να μην μοιάζει με ένα προηγηθέν ανέβασμα κάποιου άλλου συναδέλφου του.

Και βέβαια αυτό και επίπονο είναι και χρειάζεται την έμπνευση και την ευρηματικότητα εκ μέρους του, όσο και την ικανότητα  να μεταφέρει στο κοινό την όλη ουσία του έργου χωρίς να το αποδομεί ή να το διασκευάζει κατά το δοκούν, ή να το ”μετασχηματίζει”, ή να βάζει μόνο την προσωπική του ”σφραγίδα” ειδικά όταν το έργο έχει καταγραφεί ως κλασσικό.

Ναι… αλλά τότε όλοι οι σκηνοθέτες θα έκαναν την ίδια παράσταση. Η προσωπική σκηνοθετική άποψη-θέση είναι αυτή που διαφοροποιεί μια παράσταση από μια άλλη.

Βεβαίως, συμφωνώ. Το ερώτημα που τίθεται, ειδικά τα τελευταία χρόνια στο Θέατρο είναι… Στο όνομα της ”διαφοροποίησης” της μιας παράστασης από την άλλη, έχει το δικαίωμα ο εκάστοτε σκηνοθέτης να διασκευάζει ή να ”μοντερνοποιεί” ένα έργο που έχει την δική του δομή, την συγκεκριμένη προσωπική γραφή του συγγραφέα του, τον λόγο και την αιτία που γράφτηκε, το όποιο έργο, (δεν έχει σημασία ποιό) όσο και την χρονική στιγμή που γράφτηκε ή και τον σκοπό που δημιουργήθηκε;

Ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων, που μέσω μιας συνέντευξης επιχειρούμε όσοι την κάνουμε με τις ερωτήσεις μας, να εκμαιεύσουμε απαντήσεις που θα έδιναν μια σαφέστερη εικόνα του τι και πώς η παράσταση εν όψη της παρουσίασης της θα ενδιαφέρει το κοινό, θα έχει, τελικά, κάποιον στόχο, θα είναι ικανή να προκαλέσει τον θεατή, να τον ”κρατήσει” στο κάθισμα του και στο τέλος της κατά την έξοδο του να έχει βρει σε αυτήν κάποιο λόγο  για την συζητήσει, θετικά ή αρνητικά, δεν έχει καμία σημασία.

Όπως έγραψα ανωτέρω, οι συνεντεύξεις γίνονται συνήθως πριν από την πρεμιέρα της παράστασης.

Εμείς, εδώ στο reformer.gr” , πήραμε μια διαφορετική απόφαση.

Να καλέσουμε τον σκηνοθέτη Τσέζαρις Γκραουζίνις  να μας μιλήσει, αλλά κυρίως να αποκαλυφθεί μετά από την παρουσίαση της παράστασης της Τραγωδίας του Σοφοκλή ”Αντιγόνη”, (Ιδιαίτερη μνεία στην εξαιρετικά κατανοητή και ρέουσα, ποιητική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα)  και της περιοδείας σε επιλεγμένα Θέατρα ανά την Ελλάδα, που πραγματοποιείται φέτος το καλοκαίρι..

Την παράσταση την παρακολουθήσαμε την Παρασκευή 5 Αυγούστου (επαναλήφτηκε και το Σάββατο 6 Αυγούστου) στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και όπως ήδη ανέφερα θα εξακολουθήσει να παίζεται σε περιοδεία, και προκάλεσε το ενδιαφέρον ώστε να καλέσουμε τον Γκραουζίνις και αφού έχουμε άποψη για την παράσταση, να του θέσουμε κάποιες ερωτήσεις που θα επικεντρώνονται στο ”Γιατί” και στο ”Πως”.

Έτσι λοιπόν…

Γ.Γ.   ΓΙΑΤΙ… την ”Αντιγόνη” του Σοφοκλή.

C.G. Επειδή είχα την αίσθηση ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά, στην πραγματικότητα του Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου, γίναμε λιγότερο ελεύθεροι και πιο λιπόψυχοι, πιο φοβισμένοι να πούμε δυνατά και ξεκάθαρα τι είναι δίκαιο και τι όχι. Και, από την άλλη, εξακολουθούμε να επιθυμούμε να ζήσουμε, και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο χαρούμενα. Οπότε, εκτίμησα ότι η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή θα μπορούσε να ακουστεί αρκετά προκλητική, αναζωογονητική με την καλή έννοια, φυσικά, σήμερα. Μου πέρασε από το μυαλό, ότι οι σημερινοί θεατές του θεάτρου θα μπορούσαν, ίσως, να ταυτιστούν με τον Χορό του έργου του Σοφοκλή, που προσπαθεί απεγνωσμένα να συγκεράσει και να ισορροπήσει τον πραγματισμό του, τον κληρονομημένο ηθικό του κώδικα και την ενστικτώδη φυγομαχία του.

”Όταν σκηνοθετώ μια παράσταση, κατ’ αρχάς δουλεύω εντατικά για να δω τελικά μια παράσταση που δεν έχω ξαναδεί”

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ… σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ οι Τραγωδίες και Κωμωδίες της Αρχαίας μας Ελληνικής Γραμματείας.  Έχεις σκηνοθετήσει, ανεβάσει , το 2012 το ”Οιδίπους Τύραννος” (Σοφοκλής), το 2013 το ”Πλούτος” (Αριστοφάνης), το 2014 την ”Λυσιστράτη” (Αριστοφάνης), το 2016 το ”Επτά επί Θήβας”  (Αισχύλος), το 2018 το ”Αγαμέμνων” (Αισχύλος), τα περισσότερα παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο, και τώρα, φέτος το καλοκαίρι την ”Αντιγόνη”. 

C.G. Απλά με εμπνέουν, με προκαλούν αυτά τα έργα, οπότε μου ήρθαν κάποιες ιδέες, οι οποίες μου φάνηκαν αρκετά δυνατές ώστε να προσπαθήσω να τις προτείνω στους ηθοποιούς και στο κοινό. Αυτό είναι όλο. Δεν μπορώ να βρω πιο ηχηρό λόγο.

Γ.Γ. ΠΩΣ… και αποφάσισες ότι αυτή η Τραγωδία του Σοφοκλή,  μπορεί να παρασταθεί και πάλι, δεδομένου ότι έχει ανέβει ουκ ολίγες φορές και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έγινε μάλιστα αφορμή να γραφτούν νεοτέρα έργα όπως αυτό του Ανούιγ  (1943)ή εκείνο του Μπρέχτ (1947) με, ως αναφορά μόνο, σε παλαιότερους αυτών συγγραφείς και συνθέτες λόγιας μουσικής, που εμπνεύστηκαν από αυτήν.

C.G. Ξέρεις, όταν σκηνοθετώ μια παράσταση, κατ’ αρχάς δουλεύω εντατικά για να δω τελικά μια παράσταση που δεν έχω ξαναδεί.

Γ.Γ. ΠΩΣ… βλέπεις τώρα που η παράσταση σας έχει ήδη παρουσιαστεί στο κοινό, την σκηνοθετική σου εκδοχή, εννοώ… ανακάλυψες κατά την θεατρική της προβολή στοιχεία που θα έβρισκες αναγκαίο να αναθεωρηθούν, να διαφοροποιηθούν, από σκηνοθετικής άποψης, ασφαλώς.

C.G. Υποθέτω ότι δεν υπάρχει σκηνοθέτης στον κόσμο που να μην εντόπισε κάποιες ατέλειες στην παράστασή του μετά την πρεμιέρα… Είναι φυσικό, τουλάχιστον λόγω της ροής του χρόνου – σήμερα είσαι λίγο διαφορετικός από ό,τι ήσουν πριν από τρεις μέρες, οπότε βλέπεις τα πράγματα με ελαφρώς διαφορετικό μάτι. Το ερώτημα είναι τι επιλέγει να κάνει ο σκηνοθέτης με αυτό. Είναι αδύνατον να κάνεις πρόβες και να “γυαλίζεις” μια συγκεκριμένη παράσταση για χρόνια. Ο δάσκαλός μου, ο Αντρέι Γκοντσαρόφ, είχε έναν κανόνα: να μην ξαναβλέπει την παράστασή του μετά την πρόβα τζενεράλε. Απλώς καθόταν στο γραφείο του και άκουγε τη ζωντανή μετάδοση από τη σκηνή… Αυτό του επέτρεπε να ανακαλεί και να μαθαίνει από τα λάθη του, αλλά τον προφύλασσε από την τρέλα να προσπαθεί να βελτιώνει την παράσταση ξανά και ξανά. Όσο για μένα, όλοι οι συνεργάτες μου γνωρίζουν ότι συνεχίζω να τους “ενοχλώ” με διορθώσεις και προτάσεις ακόμα και μετά την πρεμιέρα. Αλλά είναι αναγκαίο να σταματάω κάποια στιγμή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με την “Αντιγόνη”, συνέχισα να δουλεύω την παράσταση κατά τη διάρκεια της περιοδείας της, μέχρι που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο.
Αλλά ,αν με ρωτάς αν αμφιβάλλω για την γενικότερη προσέγγιση ή για τις πυρηνικές ιδέες της “Αντιγόνης” – όχι, δεν βρήκα ακόμη κανένα λόγο να τις επαναπροσδιορίσω.

Γ.Γ. ΠΩΣ… αξιολογείς την δυναμική προσέλευση του κοινού στις παραστάσεις σας που μέχρι τώρα έχουν δοθεί, ειδικά στην Επίδαυρο την παρακολούθησαν 17.000 περίπου θεατές.

C.G. Πώς θα μπορούσα να την αξιολογήσω; Χαίρομαι, φυσικά. Είναι ενθαρρυντικό και εμπνέει. Θυμάμαι πως κατά τη διάρκεια του λοκ-ντάουν υπήρξαν κάποιες ‘’μαντείες’’ ότι στο άμεσο μέλλον οι άνθρωποι θα επιλέγουν να βλέπουν θέατρο στις οθόνες τους. Και μπορώ να πω πως προσωπικά, ως μέτοικος, συγκινούμαι που κατάφερα ίσως να βρω έναν κωδικό που επικοινωνεί με το ελληνικό κοινό.

”Σέβομαι και απολαμβάνω το δικαίωμά σου να δημιουργείς τους δικούς σου προσωπικούς συνειρμούς. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι οι άντρες της παράστασής μου μοιάζουν με γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης, και άλλοι βλέπουν σε αυτούς τους τακτικούς πελάτες ενός επαρχιακού καφενείου”

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ.. επέλεξες τους συγκεκριμένους ηθοποιούς να υποδυθούν τους ήρωες αυτής της Τραγωδίας και βέβαια αν ήταν αποκλειστικά και μόνο δίκη σου η επιλογή ή υπήρχε μια κάποια παρέμβαση, ίσως από την παραγωγό εταιρία, λόγω της πρόσφατης εμφάνισης τους στην τηλεόραση. Και ο Βασίλης Μπισμπίκης (Κρέων) και η Έλη Τρίγγου (Αντιγόνη), ο Χρήστος Σαπουντζής (Τειρεσίας), ο Στρατής Χατζησταματίου (Αίμων),η  Δανάη Μιχαλάκη (Ισμήνη), ο Γιώργος Παπαγεωργίου (Άγγελος),  ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (Κορυφαίος του Χορού), (σ.σ. την διανομή συμπληρώνουν ο Κώστας Κορωναίος (Φρουρός) και η Μαρίνα Αργυρίδου (Ευριδίκη), συμμετείχαν σε τηλεοπτικές σειρές που μάλιστα είχαν και υψηλή ακροαματικότητα.

C.G. Επειδή είναι πολύ ταλαντούχοι ηθοποιοί και ταίριαζαν στο όραμά μου, όπως το είχα σκεφτεί. Τους περισσότερους από αυτούς τους θεωρώ συντρόφους, αφού είχα την τύχη να συνεργαστώ πολύ δημιουργικά μαζί τους στο παρελθόν. Με τους νεότερους δούλεψα για πρώτη φορά. Ήθελα μια ηθοποιό για τον ρόλο της Αντιγόνης που να μοιάζει και να ακούγεται σαν να είναι δεκαέξι ετών. Ήθελα να δημιουργήσω μια νεανική παράσταση, με μια εύθραυστη, αλλά φρέσκια ενέργεια. Χαίρομαι πολύ που η ομάδα παραγωγής και το συμβούλιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου υποστήριξαν το όραμά μου και συμφωνήσαμε για τη σύνθεση του καστ. Ξέρεις, αναρωτιέμαι γιατί αυτοί οι νέοι ηθοποιοί, που έχουν ήδη αποδείξει το ταλέντο και τον επαγγελματισμό τους, δεν είχαν το δικαίωμα να δοκιμαστούν στο ανοιχτό θέατρο μόνο και μόνο επειδή αγαπήθηκαν λόγω της δουλειάς τους στην τηλεόραση;

”Εφευρίσκοντας τις τελευταίες στιγμές της παράστασης σκεφτόμουν απλώς ότι όταν θα πεθάνουμε εμείς, όταν θα τελειώσουν οι προσωπικές μας τραγωδίες, οι άλλοι θα συνεχίσουν να κάθονται στο ωραία στρωμένο τραπέζι της γιορτής που λέγεται “ζωή”

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ… μετέφερες την Σοφόκλεια αυτή Τραγωδία, την ”Αντιγόνη”, σε μια νεώτερη εποχή αυτή (κατά τη γνώμη μου) του Μεσοπολέμου, αρχή του Β. Π. Π. και αρχές της δεκαετίας του ’50 και εδώ να  αναφέρω μια διάχυτη εντύπωση, όχι απαραίτητα μόνο δική μου, ότι ” Η παράσταση  θύμισε το ”Ρεμπέτικο” του Φέρρη και το τηλεοπτικό ”Μινόρε της Αυγής”.  Kαι ενδυματολογικά παραπέμπει σε αυτή την χρονική περίοδο (Κοστούμια: Κέννυ Μακ Λέλλαν).

C.G. Όσον αφορά στα κοστούμια – μαζί με τον Κέννυ σκεφτόμασταν κάτι ουδέτερο, δίχως ”κώδικα εποχής “. Για παράδειγμα, ένας άντρας, απλά ένας άντρας, μια ανδρική φιγούρα, πώς θα μπορούσε να είναι για εμάς, για τους ανθρώπους του σήμερα; Πιθανώς, ένα σκούρο κοστούμι. Ένα μαύρο καπέλο. Ένα πουκάμισο. Ένα μαντήλι στην τσέπη. Σίγουρα όχι μια πανοπλία, ένα δόρυ.  Σίγουρα όχι κουρέλια, όχι νάιλον ή λάτεξ των εξωγήινων… Τόσο απλά…

Δεν έχω δει τις ταινίες που αναφέρεις, γι’ αυτό δεν έχω άποψη αν και κατά πόσο τις ακολουθούμε. Αλλά σέβομαι και απολαμβάνω το δικαίωμά σου να δημιουργείς τους δικούς σου προσωπικούς συνειρμούς. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι οι άντρες της παράστασής μου μοιάζουν με γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης, και άλλοι βλέπουν σε αυτούς τους τακτικούς πελάτες ενός επαρχιακού καφενείου… Αυτά τα διαφορετικά σχόλια είναι ευπρόσδεκτα για μένα και τον Κέννυ. Επειδή βλέπουμε ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια αισθητική  που επικοινωνεί και προκαλεί διαφορετικές εμπειρίες στον κάθε θεατή.

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ… και τι σηματοδοτούσε το ζεϊμπέκικο που κατά διαστήματα χόρευε ο Χορός;  (Edgen Lane, Γιάννης Μαστρογιάννης, Γιώργος Παπαγεωργίου, Χρήστος Σαπουντζής, Περικλής Σιούντας). Ίσως τον ενσωμάτωσες στην παράσταση, ακολουθώντας την άποψη του Αθανάσιου Μούρραη-Βελούδιου ότι ” η ονομασία του χορού αυτού προέρχεται από το  Ζεύς και το μπέκος που θα πει άρτος εις την Φρυγική γλώσσα, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος”. Ο  Βελούδιος τον ανέφερε ως ”αρτοζήν”. (Κινησιολογική Επιμέλεια: Edgen Lame).

C.G. Οι άντρες του Χορού προσπαθούν να ξεφύγουν από το ζοφερό παρελθόν, προσπαθούν να συνεχίσουν να ελπίζουν σε μια νέα, καλύτερη ζωή, γι’ αυτό και χορεύουν. Σκεφτήκαμε ότι το ζεϊμπέκικο διαθέτει όλη αυτή τη γκάμα – από τη μελαγχολία, τη θλίψη, το θυμό μέχρι τη χαρά και την ελπίδα της φυγής.

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ… ως σκηνικός χώρος υπήρχαν καρέκλες ριγμένες σε όλη την ορχήστρα. Για το τι σηματοδοτούσαν σε ρωτάω. (Σκηνικό:  Κέννυ Μακ Λέλλαν).

C.G. Αποφεύγοντας να εγκλωβίσω τη φαντασία σας σε ένα κάπως συγκεκριμένο πλαίσιο, θα έλεγα ότι οι χαοτικά πεσμένες, καμένες και σπασμένες καρέκλες και το μεγάλο κατεστραμμένο τραπέζι υποδηλώνουν μια ιδιαίτερη κατάσταση, όταν αυτά τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων συντρίφτηκαν και έπεσαν κάτω.

Γ.Γ.  ΠΩΣ… θα μπορούσες να μας αποσαφηνίσεις  το καλό σκηνοθετικό σου εύρημα όπου Χορός και Κρέοντας κάθονται γύρω από ένα τραπέζι  ( σ.σ.  που στήνεται και στρώνεται από τους ίδιους με τελετουργικό τρόπο) και διαλέγονται, τρώγοντας και πίνοντας, με διάχυτη την ευθυμία, την χαρά… τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ο Φρουρός αναγγέλλει στον Κρέοντα την προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει τον νεκρό αδελφό της παραβιάζοντας την διαταγή του για την μη ταφή. Έχεις συγκεκριμένα πει… ”Η Τραγωδία της Αντιγόνης και του Κρέοντα μας έδωσε την ανεκτίμητη δυνατότητα να ξανασκεφτούμε και να αναζητήσουμε τα φαινόμενα της… Χαράς. Ναι, προπάντων τη χαρά, ως βάση της ανθρώπινης ύπαρξης”. Και με ξάφνιασε αυτή η άποψή σου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την αδιαμφισβήτητη τραγικότητα του έργου, των τραγικών γεγονότων που εξελίσσονται καταιγιστικά, την δραματική αδιαλλαξία της Εξουσίας και την εμμονή της στις αναντίρρητες  διατάξεις, απέναντι και στην ηθική τάξη, και στο δίκαιο και στο ανθρωπίνως αποδεκτό κατόπιν θεϊκής προσταγής. Και το γεμάτο χαρά τέλος της παράστασης με ξάφνιασε. Όπου ενώ ο Θάνατος έχει επιβληθεί, ο Κρέοντας έχει καταρρεύσει υπό το βάρος των λαθεμένων επιλογών του, ξάφνου… νεκροί και ζωντανοί πλέουν σε πελάγη χαράς, στήνεται μια ευφρόσυνη γιορτή, και ως επίσης σκηνοθετικό εύρημα, οι ηθοποιοί προσκαλούν και τους θεατές να συμμετάσχουν. 

C.G. Στην αρχή του έργου ο Σοφοκλής λέει ξεκάθαρα ότι η Θήβα ετοιμάζεται να γιορτάσει το τέλος της εμφύλιας διαμάχης και τη νίκη της. «Στον στρατηλάτη Βάκχο η Θήβα να παραδοθεί» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας), λέει ο Χορός στο τέλος της Παρόδου. Επιπλέον, γιορτάζουν τη νέα αρχή της πόλης, δηλαδή την ανάληψη της εξουσίας από τον Κρέοντα, γεγονός που δημιουργεί αισιοδοξία, ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Οπότε, πρέπει να καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι. Πολύ γρήγορα όμως, αυτή η συνθήκη ανατρέπεται. Παρόλα αυτά η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για μια νέα γιορτή, παραμένει. Αυτή η ανάγκη των ανθρώπων της Θήβας παραμένει ζωντανή ακόμα και μετά τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν. Αν θυμάσαι καλά, στο τέλος της παράστασης δεν υπάρχει γιορτή. Γίνεται μια ακόμα απόπειρα να ξεκινήσουν τη γιορτή, στήνοντας το τραπέζι και προσκαλώντας όλο τον κόσμο -και το κοινό. Η παράσταση διακόπτεται ξαφνικά σε αυτό το σημείο δίνοντας στους θεατές την δυνατότητα να φανταστούν αν θα συμβεί τελικά αυτή η γιορτή ή όχι. Επομένως, δε θα έλεγα ότι η παράσταση κλείνει με happy end, γιατί όλοι ξέρουμε ότι η τρελή χαρά μπορεί να κρύβει μεγάλη απελπισία.

Γ.Γ. ΓΙΑΤΙ… η από κοινού απόφαση , νομίζω, με τον Δημήτρη Θεοχάρη που συνέθεσε την μουσική για την παράσταση να είναι σε δυο διαφορετικά μουσικά επίπεδα. Στην ηχογραφημένη να επικρατεί το πιάνο και μια λυρική ατμόσφαιρα, ενώ η επί σκηνής με το ακορντεόν, το βιολί και το νταούλι αποδιδόμενη, να παραπέμπει σε μια άλλη πλέον παραδοσιακή.

C.G. Τα κάναμε ακριβώς για το λόγο που αναφέρεις: για να αναδείξουμε τη σύγκρουση μεταξύ της εφήμερης μελαγχολίας και της κάπως γήινης, καθημερινής, ίσως και λαϊκότροπης ατμόσφαιρας.

Γ.Γ.  ΠΩΣ… τελειώνοντας αυτή την συνέντευξη-ανάλυση εκ μέρους σου κάποιων κομβικών σημείων της παράστασης σας, της Τραγωδίας του Σοφοκλή ”Αντιγόνη”, θα ανέλυες  μια ακόμη σκηνοθετική σου άποψη, αυτή του τέλους, που ενώ έχουν προηγηθεί όλα τα τραγικά γεγονότα  και η αυτοχειρία της φυλακισμένης Αντιγόνης, η αυτοχειρία του Αίμωνα και η παρόμοια της Ευρυδίκης, όπως και η συναισθηματική και ψυχολογική κατάρρευση του Κρέοντα, όλα δεν μένουν έτσι; Δεν τελειώνουν έτσι. Αλλά όλα ανατρέπονται και η ευφορία επικρατεί.

C.G. Τι να πω… Μου ήρθε στο μυαλό το μικρό ποίημα του Αλμπέρ Καμύ, από τον ”Καλιγούλα” του (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, θα παρουσιάσω στο αθηναϊκό κοινό τον Οκτώβριο):

”Θα μιλήσω για την ευτυχία, μόνο για την ευτυχία.

Στον άνθρωπο αξίζει ευτυχία, όπως στον ήλιο αξίζει ο ουρανός.

Μακάρι η γιορτή αυτής της ζωής, της άγριας και όμορφης, να κρατήσει για πάντα.

Χωρίς λαχτάρα.

Χωρίς ελπίδα.

Μόνο διάφανη, ευφορική, εκστατική ευτυχία”.

Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να αποφεύγω να εξηγώ τις μεταφορές, ειδικά όταν μιλάω δημόσια. Μια εξηγημένη μεταφορά είναι μια νεκρή μεταφορά, αφού έχει μετατραπεί σε σύμβολο. Και σέβομαι το δικαίωμα κάθε θεατή να δει μια παράσταση με τα δικά του/της μάτια και να την κατανοήσει με τη δική του/της καρδιά και το δικό του/της μυαλό.

Λοιπόν, ίσως να μπορώ να πω μόνο ότι εφευρίσκοντας τις τελευταίες στιγμές της παράστασης σκεφτόμουν απλώς ότι όταν θα πεθάνουμε εμείς, όταν θα τελειώσουν οι προσωπικές μας τραγωδίες, οι άλλοι θα συνεχίσουν να κάθονται στο ωραία στρωμένο τραπέζι της γιορτής που λέγεται “ζωή”. Και ίσως τους λείψουμε, παρά τα λάθη που κάναμε. Και θα μας καλέσουν να τους κάνουμε παρέα. Εμείς δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην πρόσκλησή τους, αλλά, ούτως ή άλλως, είναι ευχάριστο και μόνο να σκέφτεσαι μια τέτοια πρόσκληση…

Σταθμοί περιοδείας

21/08 – ΞΑΝΘΗ,

22/08 – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ,

23/08 – ΚΙΛΚΙΣ,

24/08 – ΜΟΥΔΑΝΙΑ,

25/08 – ΒΕΡΟΙΑ,

26/08 – ΙΩΑΝΝΙΝΑ,

27/08 – ΚΕΡΚΥΡΑ,

30 & 31 / 08 – ΠΑΠΑΓΟΥ,

02/09 – ΠΑΤΡΑ,

03/09 – ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ,

05 & 06 / 09 – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,

08/09 –  ΑΙΓΑΛΕΩ,

09/09 – ΠΕΙΡΑΙΑΣ,

11/09 – ΒΥΡΩΝΑΣ,

13/09 – ΝΙΚΑΙΑ,

16/09 – ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ,

26/09 – ΗΡΩΔΕΙΟ

 

 

 

Στη συνέχεια

Σχετικά Άρθρα

Συζήτηση σχετικά με post